Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αντίληψη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αντίληψη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 20 Μαρτίου 2017

Αντίο κι ευχαριστώ για τα ψάρια



Σήμερα, καθώς πήγαινα τον γιο μου στο μάθημα Κουνγκ Φου, άκουσα μια γριά να πλησιάζει στο ανοικτό παράθυρο μιας κρεπερί και να ρωτάει τον νεαρό που δούλευε εκεί:
«Πώς πάει;»
«Ε, πώς να πάει, καλά, τι να λέει…»
«Ζεις;» τον ρώτησε η γριά.
«Τι;»
«Ζεις;»
«Ζω. Δεν με βλέπεις, ζω, τι κάνω;» είπε αυτός ειρωνικά.
«Τότε είσαι μια χαρά», του είπε η γριά κι έφυγε.

Είχα κοντοσταθεί για ν’ ακούσω τη συζήτηση. Ο Τηλέμαχος με σκούντηξε να περπατήσουμε.

~~

Η ζωή μας είναι θέμα εστίασης. Γεννιόμαστε με γιγάντιους μεγενθυντικούς φακούς. Ως μωρά βλέπουμε μόνο αυτό που υπάρχει τώρα-εδώ.

Καθώς μεγαλώνουμε ο κόσμος διευρύνεται, χωρικά και χρονικά.

Εμφανίζεται το βυζί της μάνας και μετά το πρόσωπο της. Έπειτα τα πρόσωπα των άλλων συγγενών, το σπίτι, τα παιχνίδια, η μέρα και η νύχτα.
Ανοίγει ο χώρος, ανοίγει και ο χρόνος. Η γειτονιά, το σχολείο, οι φίλοι, η βδομάδα, οι γιορτές κι οι εποχές, το καλοκαίρι, το υπέροχο καλοκαίρι χωρίς σχολείο.

Κι όλο μεγαλώνει το οπτικό πεδίο. Καταλαβαίνουμε πού ζούμε, σε ποια πόλη-χώρα-εποχή, καταλαβαίνουμε ότι ο κόσμος είναι πολύ μεγαλύτερος, πιστεύουμε ότι μπορούμε να τον γυρίσουμε ολόκληρο, να τον αλλάξουμε ολάκερο.

Νέες εμπειρίες, γνωριμίες, ταξίδια, όνειρα, γνώσεις, υποσχέσεις, επαναστάσεις, το οπτικό πεδίο διαρκώς διευρύνεται, χωρικά, χρονικά, αλλά όχι για πολύ.

Είσαι αθάνατος μέχρι την αρχή της νεότητας. Μετά δοκιμάζεις τα πρώτα δείγματα θανάτου.

Μπορεί να είναι κάποιες αποτυχίες, η συνειδητοποίηση ότι το γαμημένο σύμπαν του Κοέλιο, αυτό που νόμιζες ότι συνωμοτεί για να κάνεις ό,τι θέλεις, δεν δίνει δεκάρα για σένα και τις επιθυμίες σου.

Τα χρόνια περνάνε και κάποιες μέρες αρχίζουν να γίνονται επαναλαμβανόμενες, όχι τόσο seize the fuckin day όσο νόμιζες ότι θα ‘ναι η ζωή σου.

Μπορεί να κάνεις και παιδιά, μπορεί και να μην ήθελες ή να μην έτυχε, αλλά ούτως η άλλως, τότε τα όρια στενεύουν, το οπτικό σου πεδίο παύει να διευρύνεται, αρχίζει η πρεσβυωπία των σαράντα.

Γκρίζα μαλλιά και κυτταρίτιδα, πονεμένες αρθρώσεις και χοληστερίνη, εμμηνόπαυση και συμβαίνει-σε-όλους-τους-άντρες-αγάπη-μου, μια γενική βαρεμάρα και χαμομήλι με σπόρια το βράδυ, και δεν έχεις γίνει τόσο πλούσιος ή διάσημος όσο νόμιζες ότι θα γινόσουν, άσε που χρωστάς και στην εφορία-ΔΕΗ-τράπεζα.

Αλλά συνεχίζεις να προχωράς. Γίνεσαι 60-70-80 κι εστιάζεις περισσότερο. Δεν σε απασχολεί τι θα γίνει σε δέκα-πέντε-δύο χρόνια. Δεν σε απασχολεί τι θα γίνει του χρόνου. Το μόνο που σε νοιάζει είναι το πεζοδρόμιο μπροστά σου και το επόμενο βήμα με το ΠΙ
~~
Μια ώρα αργότερα, καθώς περίμενα να πάρω τον Τηλέμαχο είδα έναν γέρο να βγαίνει απ’ το καφενείο που είναι δίπλα στο κουνγκ φου. Έμοιαζε λίγο με τον Μπίλμπο Μπάγκινς -όταν έδωσε το δαχτυλίδι στον Φρόντο και γέρασε. Περπατούσε με το ΠΙ, ένα βήμα ανά λεπτό, τόσο γρήγορα.

Τον παρακολούθησα να περνάει (αργά, απελπιστικά αργά) και σκεφτόμουν ότι αυτός κάποτε ήταν ένα δεκάχρονο παιδί που ίσως να διάβαζε ιστορίες επιστημονικής φαντασίας -τον Αόρατο Άνθρωπο, του H.G. Wells σε μετάφραση Παπαδιαμάντη (υπάρχει, δεν είναι δική μου επινόηση, δείτε link Ο αόρατος).

Στάθηκα και τον κοιτούσα να προχωράει, μάλλον λιγάκι αδιάκριτα. Ίσως να φορούσε πάνες, ξανά. Τι όνειρα για το μέλλον να κάνεις αν ζεις έτσι;

Σίγουρα κανείς άνθρωπος δεν θέλει ν’ αφήσει τη ζωή, αλλά τα γηρατειά, όταν σε καταπλακώνουν, όταν γίνονται αμείλικτα, τότε μοιάζουν λίγο καλύτερα απ’ το τίποτα, απ’ τον θάνατο (και την ελπίδα του ποτέ-δεν-ξέρεις-τι-μπορεί-να-υπάρχει-μετά).

~~

Τα παιδιά βγήκαν απ’ το κουνγκ φου και ξεκίνησαν να τρέχουν, μιλώντας για online παιχνίδια. Τους φώναξα να προσέχουν καθώς προσπερνούσαν τον γερο-Μπίλμπο. Εκείνος δεν φαινόταν να καταλαβαίνει τίποτα απ’ ό,τι συνέβαινε γύρω του, λες κι ήταν ένα απ’ τα αποτυχημένα (γραφιστικά) ανδροειδή της πρώτης τριλογίας του Star Wars.

Ώσπου ξαφνικά και αναπάντεχα, τα μάτια του έλαμψαν! Μια κοπέλα, με πολύ κοντή φούστα, και καλσόν που είχε το σχέδιο ζαρτιέρας-κάλτσας, μας προσπέρασε καλπάζοντας.
Εκείνος σταμάτησε να σέρνει το ΠΙ και την παρακολούθησε με το βλέμμα του μέχρι που έστριψε στη γωνία. Μάλλον θα σκεφτόταν: «Αν ήμουν εξήντα χρόνια νεότερος…»
~~
Ο παράδοξος άνθρωπος. Τη μια στιγμή ο κόσμος δεν υπάρχει. Το μόνο που σε νοιάζει είναι να φτάσεις στο σπίτι σου όρθιος, στο σπίτι όπου είσαι μόνος, να ξαπλώσεις, να κοιμηθείς και να ξημερωθείς. Άλλος χρόνος δεν υπάρχει, είσαι εδώ. Τώρα.

Όταν πλησιάζει το τέλος, αν είσαι τυχερός, τόσο τυχερός ώστε να το τερματίσεις το μηχάνημα, αποφεύγοντας όλα τ’ αυτοκινητιστικά κι όλα τα πρόωρα εμφράγματα, τ’ ατυχήματα στο μπάνιο και τους βομβαρδισμούς νατοϊκών και τζιχαντιστών, αν είσαι αρκετά τυχερός ώστε να μην πάθεις καρκίνο απ’ τα τριάντα, μ’ όλες τις αηδίες που τρως και αναπνέεις και βάζεις στο δέρμα σου, μ’ όλες τις στιγμές που γεμίζουν άγχος τους πόρους σου, κι αν δεν πνιγείς τρώγοντας καραμέλες βουτύρου, κι αν δεν σε χτυπήσει το ρεύμα ένα πρωί πριν ξεκινήσεις για τη βαρετή δουλειά, αν αποφύγεις όλες τις πιθανότητες πρόωρου θανάτου που σίγουρα δεν είναι και λίγες, και φτάσεις αισίως εκείνα τα μυθικά ενενήντα του Μπάγκινς και του Γιόντα, τότε καταλαβαίνεις πόσο παροδικά κι ασήμαντα ήταν όλα εκείνα που θεωρούσες παντοτινά και σπουδαία.

Όλα σου φαίνονται ασήμαντα. Και τότε σε προσπερνάει καλπάζοντας το κορίτσι με το μίνι.
Τότε κάτι εκρήγνυται μες στο μυαλό σου. Είναι το τελευταίο σήμα που κατεβαίνει την ταλαιπωρημένη σου ραχοκοκαλιά ως τα μαραμένα περβόλια των αρχιδιών σου. Βαράει έναν άκυρο συναγερμό (οι στρατιώτες βγήκαν στη σύνταξη πριν πολλά χρόνια) και γυρνάει τρέχοντας στο ύστατο καταφύγιο, την αμυγδαλή, το κέντρο των αναμνήσεων.

Στέκεσαι και χαμογελάς ανάποδα. Τα πιτσιρίκια με τις στολές σε προσπερνάνε τιτιβίζοντας, οι μανάδες τους πιο πίσω, κι απέναντι άντρες ή αγόρια που παριστάνουν τους άντρες, ένας τύπος με μια γκρίζα τούφα στα μαλλιά που σε κοιτά αδιάκριτα, και δεν υπάρχει χρόνος για τίποτα άλλο.

Σκέφτεσαι και χαμογελάς ανάποδα: «Η Σμαρώ φορούσε τέτοιες κάλτσες… Ο Γιαννάκης όταν γεννήθηκε έκλαιγε πολύ… Πώς το λέγανε το σκυλί μου; Δεν είχα γράψει καλά στα μαθηματικά… Η θάλασσα στο νησί… Σαρδέλες στα κάρβουνα…»

Σ’ ένα λεπτό στοιβάζονται 90 χρόνια μες στο μυαλό σου. Έπειτα κλείνεις τα μάτια, λες ευχαριστώ για τα ψάρια, και σωριάζεσαι.

Κόσμος τρέχει γύρω σου, τους ακούς από μακριά, από ψηλά, να φωνάζουν «έπεσε-φωνάξτε ασθενοφόρο-έπεσε», αλλά δεν σε νοιάζουν πια οι φωνές τους.

Και καθώς σβήνει ο κόσμος φωτίζεται μια άλλη εικόνα, μια παραλία, όπου οι φίλοι ψήνουν ψαράκια στα κάρβουνα, όπου τα κορίτσια δεν φοράνε το πάνω μέρος του μαγιό, κάποιος παίζει κιθάρα, γυρνάνε μπύρες και τσιγάρα, μια γαλανομάτα σε κοιτάει, κι είναι καλοκαίρι.

~~

Ο εγκέφαλος, είπαν οι επιστήμονες πρόσφατα, λειτουργεί μέχρι και δέκα λεπτά μετά τον θάνατο. Αυτά τα δέκα λεπτά μπορεί να είναι ένα αιώνιο καλοκαίρι.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
ΥΓ προς τον αναγνώστη:
Νομίζεις, αγαπητέ, ότι αυτό το τέλος είναι μακριά. Συγχώρεσε με, που δεν θα γεμίσω την καρδιά σου αισιοδοξία, αλλά το τέλος είναι πάντα πιο κοντά απ’ όσο νομίζεις.
Ακόμα κι αν φτάσεις τα ενενήντα ή τα εκατό, αυτό θα γίνει πιο γρήγορα απ’ όσο νομίζεις.
Όταν το κοιτάς απ’ την αρχή προς το τέλος μοιάζει σαν παραγωγή του Τζορτζ Λούκας, που πάντα υπάρχει κάτι καινούριο να γίνει.
Όταν το δεις απ’ το τέλος είναι σαν ένα τρέιλερ της ζωής που έζησες.
Αυτή είναι η ζωή σου. Ένα τρέιλερ που τελειώνει πριν προλάβεις να καταλάβεις ότι είσαι (ήσουν) ο πρωταγωνιστής.

Καλό ξημέρωμα, λοιπόν, και να ‘σαι ευγνώμων για την ψαριά της ημέρας.


~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η φωτογραφία είναι του Alex Webb
Alex Webb, Nuevo Laredo, Tamaulipas, 1996, © Alex Webb / Magnum Photos
Ο τίτλος είναι από το βιβλίο του Ντάγκλας Άνταμς, «So long and thanks for all the fish».


Πηγή: sanejoker

Τρίτη 14 Μαρτίου 2017

Από τύχη ζούμε

Μετά από κάθε ανθρώπινη συμφορά και τραγωδία -που κοστίζει ανθρώπινες ζωές-, οι άνθρωποι διακατέχονται από νευρικότητα και νιώθουν την ανάγκη να γίνουν δικαστές και να δικάσουν τους πάντες. 

Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι πάρα πολύ απλός:

Οι άνθρωποι φοβούνται τον θάνατο.

Μάλιστα, δεν είναι ανάγκη ο θάνατος του νεκρού να προέρχεται από ενέργεια άλλου ανθρώπου, για να εκραγούν οι άνθρωποι.

Βλέπουμε ανθρώπους να πεθαίνουν στον ύπνο τους, και μετά συγγενείς και φίλοι σκοτώνονται μεταξύ τους και ψάχνουν να βρουν τον «ένοχο».

Πρέπει να βρουν οπωσδήποτε κάποιον ένοχο.

Πρέπει να βρουν οπωσδήποτε κάποιον να του φορτώσουν τον θάνατο.

Δεν υπάρχει ένοχος, όλοι θα πεθάνουμε.

Ο θάνατός μας είναι γραμμένος στη γέννησή μας.

Αλλά είναι δύσκολο οι περισσότεροι άνθρωποι να αποδεχτούν πως θα μπορούσαν να είναι στην θέση αυτού που περίμενε στην στάση και τον πήρε παραμάζωμα η νταλίκα, στην θέση αυτού που βούλωσαν οι αρτηρίες του, στη θέση του πρόσφυγα που πνίγηκε, στην θέση κάποιου άλλου.

Παρασκευή 3 Μαρτίου 2017

Πολιτική ορθότητα και αισθητικοποίηση

Πορτραίτο αγοριού με σκίτσο – Giovanni Francesco Caroto (1480-1555)*
Ιστορικά έχει αποδειχθεί ότι η εξωτερίκευση της ελεύθερης σκέψης είναι για όλες τις απολυταρχίες, από τις πιο παλιές μέχρι και τις πιο σύγχρονες, ιδιαίτερα επικίνδυνη. Μια ενδιαφέρουσα θεωρία ή μια αξιόλογη δήλωση σε βαθμό που μπορεί να πει την ωμή αλήθεια, να αφυπνίσει και να εμπνεύσει, φοβίζει περισσότερο από μια διαδήλωση ή μια ανταρσία. Πράγματι ο διαχρονικός αυτός φόβος έχει πολύ βαθιές ιστορικές ρίζες.


Χαρακτηριστικό δείγμα αποτελεί ένα κινέζικο διάταγμα του 213 π.Χ. του αυτοκράτορα CH’ IN, στο οποίο προστάζονται τα εξής: «…όλες οι ιστορικές γραφές εκτός από εκείνες του CH’ IN να καούν…..όσοι συζητούν την ιστορία να εκτελούνται…..όσοι υψώνουν τη φωνή τους εναντίον αυτής της κυβέρνησης στο όνομα της αρχαιότητας να αποκεφαλίζονται μαζί με τις οικογένειές τους…..Μόνο βιβλία που αφορούν σε ιατρικά, θρησκευτικά, αγροτικά και αρδευτικά θέματα επιτρέπονται…»[1].  Πολύ πριν αναπτυχθούν οι θεωρίες της αποδόμησης της ιστορίας, ο αυτοκράτορας επιχειρεί να σβήσει την ανάμνηση και την παράδοση. Απαγορεύοντας την ελευθερία της μνήμης η οποία είναι «πολιτικά επικίνδυνη», προσπαθεί να εξουσιάσει το παρελθόν ώστε να εξασφαλίσει το μέλλον του[2]. Έτσι οι καλοί και φιλήσυχοι υπήκοοί του διατηρούσαν την δυνατότητα, εκτός της υπακοής στον CH’ IN, να θεραπευθούν, να προσευχηθούν και να καλλιεργήσουν τη γη αρδεύοντάς την. Όσο κι αν αυτό σήμερα ακούγεται υπερβολικό, το παραπάνω Διάταγμα «επανεκδόθηκε» στη συνέχεια σε πολλές γλώσσες και σε πολλές χώρες.


Στον αντίποδα αυτού του διατάγματος διατυπώνεται σχεδόν δυο αιώνες νωρίτερα μια πολύ διαφορετική πολιτική φιλοσοφία. «…Στην πραγματικότητα είμαστε οι μόνοι -διακηρύσσει ο Περικλής- που θεωρούμε εκείνους που δεν τοποθετούνται πολιτικά όχι ως φιλήσυχους, αλλά ως άχρηστους πολίτες. Και μετέχουμε όλοι προσωπικά στην κυβέρνηση της πόλεως με τις προτάσεις μας. Γιατί ο διάλογος δεν είναι στα μάτια μας εμπόδιο για την πολιτική πράξη. Εμπόδιο θα ήταν ακριβώς το αντίθετο. Να προχωρούμε στην πράξη πριν φωτισθούμε με το διάλογο…»[3].


Είναι αυτονόητο ότι οι θεσμικές διαφορές ανάμεσα στις δύο παραπάνω οπτικές είναι τεράστιες. Σήμερα ακόμη και η θεωρία που αρνείται την ελεύθερη σκέψη και διακίνηση των ιδεών θα πρέπει και αυτή να αφεθεί ελεύθερη[4].

Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2016

McDonld’s: Οι άνθρωποι πάνω από τα χάμπουργκερ


Έχουν περάσει πλέον δεκαετίες από τη στιγμή που χιλιάδες μοσχοβίτες συγκεντρώθηκαν στην πλατεία Πούσκιν για να αποτίσουν φόρο τιμής σε ένα Big Mac! Για τη Δύση, το άνοιγμα του πρώτου καταστήματος MacDonald’s στη Ρωσία σηματοδότησε το τέλος του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού. Και όσοι έλληνες έσπευσαν να γελάσουν χαιρέκακα, σώπασαν όταν ένα χρόνο αργότερα μια ανάλογη ουρά ξεδιπλωνόταν στην Πλατεία Συντάγματος.

Μπορεί για την Ελλάδα το άνοιγμα του πρώτου καταστήματος McDonald’s να μη σηματοδότησε το τέλος του «υπαρκτού σοσιαλισμού» αναμφισβήτητα όμως συνέπεσε χρονικά με το τέλος του «υπαρκτού παπανδρεϊσμού».

Ο πρώην και μετέπειτα πρωθυπουργός, καλούνταν στο εδώλιο του ειδικού δικαστηρίου για το σκάνδαλο Κοσκωτά, ο Μητσοτάκης μιλούσε στο βήμα του 13ου συνεδρίου του…ΚΚΕ στο πλαίσιο της συγκυβέρνησης ενώ ο Τζορτζ Μπους γινόταν ο δεύτερος αμερικάνος πρόεδρος που θα επισκεπτόταν την Αθήνα. Την ώρα που τα «κακά παιδία» του ΣΚΑΙ 100,4 σατίριζαν από μικροφώνου τους εκατοντάδες αθηναίους που συνωστίζονταν για να γευτούν το πολυπόθητο Big Mac, η χώρα ένοιωθε τις πρώτες δονήσεις από το κύμα νεοφιλελευθερισμού που σύντομα θα σάρωνε την πολιτική και οικονομική ζωή του τόπου. Η ελληνική κοινωνία ζούσε αυτό που ορισμένοι κοινωνιολόγοι έχουν ονομάσει… μακντοναλντοποίηση.

Παραδόξως, η Ελλάδα και η Ρωσία δεν αποτελούν τις μοναδικές χώρες όπου το άνοιγμα ενός καταστήματος McDonald’s συνέπεσε με ιστορικές εξελίξεις. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι η εξάπλωση της συγκεκριμένης αλυσίδας εστιατορίων έχει απασχολήσει εδώ και δεκαετίες αρκετούς καταξιωμένους αναλυτές. Από στατιστικολόγους, που καταγράφουν τις τιμές των Big Mac σε διαφορετικές χώρες του κόσμου για να συγκρίνουν το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων τους, έως οικονομικούς αναλυτές που θεωρούν την εξάπλωση της αλυσίδας ως τον πολιορκητικό κριό των αμερικανικών επενδύσεων.

Χαρακτηριστικότερο όλων, βέβαια, είναι το παράδειγμα του αμερικάνου «γκουρού του νεοφιλελευθερισμού» Πολ Φρίντμαν ο οποίος ισχυριζόταν ότι «δύο χώρες που έχουν McDonald’s δεν πρόκειται να εμπλακούν ποτέ σε πόλεμο». Η επιτυχία του συγκεκριμένου τσιτάτου ήταν τόσο μεγάλη ώστε ακόμη και το διαφημιστικό τμήμα των McDonald’s δεν δίστασε να το χρησιμοποιήσει σε αρκετές συνεντεύξεις τύπου. Οταν μάλιστα το ΝΑΤΟ βομβάρδισε περιοχές του Βελιγραδίου όπου υπήρχαν καταστήματα της αλυσίδας, εκπρόσωπος των McDonald’s έσπευσε να υποστηρίξει τον Φρίντμαν λέγοντας ότι «το ΝΑΤΟ δεν έχει McDonald’s» και συνεπώς η θεωρία δεν καταρρίπτεται. Η θεωρία βέβαια είχε καταρριφθεί πολύ νωρίτερα κατά τη διάρκεια του πολέμου Ινδίας-Πακιστάν αλλά κανείς δεν είχε δώσει σημασία.

Εκτός όμως από τον Φρίντμαν, τα έργα και οι ημέρες των McDonald’s ενέπνευσαν όπως φαίνεται και τον Τζόρτζ Ρίτζερ, καθηγητή κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο του Μέριλαντ ο οποίος στο βιβλίο του «Η μακντοναλντοποίηση της κοινωνίας» παρουσιάζει ένα λιγότερο ειδυλλιακό κόσμο. Ο Ρίτζερ, συγκρίνει τη μακντοναλντοποίηση με την εξάπλωση της γραφειοκρατίας που είχε περιγράψει ο Μαξ Βέμπερ στις αρχές του αιώνα ενώ δεν παραλείπει να αναφερθεί και στο έργο του Οργουελ και του Φουκό. «Σε αντίθεση με το Μεγάλο Αδερφό στο «1984» όπου περιγράφεται ένα σύστημα κεντρικού ελέγχου, η μακντοναλντοποίηση είναι ένας είδος μικρο-συστημάτων ελέγχου. Είναι παρόμοια με τις μικρο-πολιτικές ελέγχου για τις οποίες είχε μιλήσει ο Φουκό. Στην περίπτωσή μας, δηλαδή» συνεχίζει ο Ρίτζερ «δεν έχουμε ένα σιδηρούν παραπέτασμα άλλα αναρίθμητα μικρά παραπετάσματα που έχουν διασκορπιστεί με τέτοιο τρόπο σε ολόκληρο τον πλανήτη ώστε δεν έχεις άλλη επιλογή παρά να εισέλθεις σε ένα από αυτά».

Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2016

Πώς στρώθηκε ο δρόμος για τον φασισμό

Αν μου ζητούσαν να επιλέξω μια φράση-κλειδί που ακουγόταν πολύ στην Ελλάδα τις προηγούμενες δυο δεκαετίες, δεν θα είχα κανένα ενδοιασμό: «Δεν με ενδιαφέρει η πολιτική». Ακούστηκε πολλές φορές από χιλιάδες χείλη απλών πολιτών. Μπορεί να την είπες κι εσύ. «Δεν με ενδιαφέρει η πολιτική». Ακούστηκε, ως απάντηση, από εκατοντάδες «καλλιτέχνες» και ηθοποιούς, όταν ερωτήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια για τα όσα συνέβαιναν στη χώρα μας. Το πίστευαν; Το έλεγαν γιατί ήθελαν να τα έχουν καλά με όλους και να μη χάσουν «πελάτες»; Πάντως, το έλεγαν.

Τις προηγούμενες δεκαετίες, η πολιτική στην Ελλάδα δεν ήταν τόσο δημοφιλής όσο είναι σήμερα. Αν ξεκινούσες πολιτική συζήτηση, οι άνθρωποι δυσανασχετούσαν. Ήταν «βαρετό».
Κάτι ακόμα που δεν ήταν διόλου δημοφιλές στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες ήταν η γνώση και η πνευματικότητα. Ο χαρακτηρισμός «κουλτουριάρης» σου ερχόταν αμέσως σαν ταμπέλα όχι αν προσπαθούσες να πεις κάτι πολύ βαρύ και ασήκωτο αλλά αν έκανες το λάθος να ξεφύγεις λίγο από το Κλικ, το Nitro, το ποδόσφαιρο και τα τηλεοπτικά κλισέ.


Αν δεν άκουγες Βίσση, Ρέμο, Σφακιανάκη, Ρουβά και Χατζηγιάννη, ήσουν κουλτουριάρης. Κι έτσι φτάσαμε κάποια στιγμή να θεωρούνται κουλτουριάρικα τα λαϊκά τραγούδια του Τσιτσάνη και του Χατζιδάκι.
Μιλώντας με νέους ανθρώπους, συνειδητοποιείς πως δεν έχουν διαβάσει σχεδόν τίποτα. Εντάξει, δεν ήμασταν ποτέ ένας λαός βιβλιολάγνων που δεν άφηναν το βιβλίο από το χέρι αλλά οι παλαιότερες γενιές όλο και κάτι είχαν διαβάσει. Έστω, τους κλασικούς συγγραφείς. Σε κάθε περίπτωση πάντως, δεν κορόιδευαν αυτούς που αγαπούσαν το διάβασμα.


Δεν είναι τυχαία η επιτυχία του «Αλχημιστή» του Πάολο Κοέλιο στη χώρα μας. Αφενός το βιβλίο ήταν μικρό και αφετέρου περιείχε μια φράση που οι Έλληνες αποστήθισαν μαζικά: «Όταν επιθυμείς κάτι, ολόκληρο το σύμπαν συνωμοτεί για να το αποκτήσεις». Πώς; Μόνο με την επιθυμία; Χωρίς κόπο; Χωρίς πόνο; Χωρίς διάβασμα; Χωρίς γνώση; Ό,τι κι αν εννοούσε ο Κοέλιο, οι παθητικοί -και λόγω Ορθοδοξίας- Έλληνες καθησυχάστηκαν, αφέθηκαν στο σύμπαν και το περίμεναν να συνωμοτήσει υπέρ τους. Το σύμπαν δεν συνωμότησε.
Η αδιαφορία για την πολιτική και η απόλυτη αντιπνευματικότητα οδήγησαν στην χρεοκοπία. Πρώτα στην κοινωνική, ηθική και πολιτιστική χρεοκοπία και μετά στην οικονομική.

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2016

1 Ψήφος – 1 Ζωή

Kείμενο του Άρη Χατζηνικολάου μέλος στον κοινωνικό καταναλωτικό συνεταιρισμό Bios Coop.
[Τον τελευταίο χρόνο είμαι στην φάση της ζωής μου που αυτά τα λίγα που έχω ζήσει  με έχουν κάνει να απομυθοποιήσω κάθε πολιτική στάση & οργάνωση, αφού ότι ελπιδοφόρο βλέπω αργά ή γρήγορα καταρρέει, τουλάχιστον στα μάτια μου. Το συμπέρασμα μου, όταν με παίρνει από κάτω, είναι: Ένας άνθρωπος είναι πολύ μικρός για να κάνει την διαφορά. Το ζούμε καθημερινά εξάλλου. Από χθες, ακόμα δεν έχω καταλάβει αν κατέρριψα αυτή την πεποίθηση ή αν την επιβεβαίωσα].

hamer-one-man-one-vote1
Κυριακή 13 Νοεμβρίου βράδυ, στην μεγαλύτερη συνέλευση που έκανε ποτέ ένας συνεταιρισμός της Θεσσαλονίκης που τα τελευταία χρόνια αποτελεί πρότυπο στην πόλη. Ρεκόρ συμμετοχής: 150 μέλη του, καλούνται να αποφασίσουν, μεταξύ άλλων, για το αν ο εργαζόμενος Α θα απολυθεί ή όχι από τον συνεταιρισμό. 150 άνθρωποι κάθε ηλικίας, πολιτικής πεποίθησης και ήθους. Η συνέλευση ξεκινά. Ο Πρόεδρας βγάζει έναν λόγο 45 λεπτών. Μας φαίνεται φυσιολογικό, αφού το έχουμε συνηθίσει. Κατόπιν, το προεδρείο της ΓΣ μας ανακοινώνει ότι οι υπόλοιποι 38 ομιλητές θα έχουμε από 2 λεπτά ο καθένας, λόγω περιορισμένου χρόνου κράτησης της αίθουσας. Κρίμα για όλους μας.  

Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2016

Μεταιχμιακή διαταραχή και εφηβική καψούρα


Είχα που λες μια κοπελιά, Πιτσιρίκο, στην πρώτη λυκείου, η πρώτη που είχα και εγώ σαν παιδί, κλασικοί εφηβικοί έρωτες κλπ. Ήδη από τότε φαινόταν πως κάτι δεν πήγαινε πολύ καλά σε εκείνο το κορίτσι.

Θα μου πεις, τα έφτιαξε με εσένα ρε βόιδι, τι άλλο θες;
Ας το παραβλέψουμε αυτό και ας πιάσουμε την σχέση από την οποία την «έσωσα», πού να μην έσωνα.


Τρία χρόνια μεγαλύτερο μας το αγοράκι, ομορφόπαιδο αλλά αλάνι και ήδη πεσμένο στα ντραγκς. Όμορφος και καταραμένος που λένε.


Με τα πολλά, και χωρίς να χρειαστεί να πω και τίποτα τρομερό για τον δικό της γιατί βουνό που φαίνεται κολαούζο δεν θέλει, τον έστειλε και έπεσε στην ασφαλή αγκαλιά μου.


Ήμασταν συμμαθητές από το νηπιαγωγείο βλέπεις, και, αφού ξεπεράσαμε την κλασσική αντιπαλότητα των πιτσιρικίων -με το συμπάθιο κιόλας- είχαμε ήδη από την πρώτη γυμνασίου αρχίσει και συμπαθιόμασταν.


Για να μην τα πολυλογώ, γιατί αν με αφήσεις θα το κάνω, πήγε η σχέση μας πάνω-κάτω για κανένα χρόνο και κάτι πριν λήξει. Τσακωμοί, κλάματα, παρακάλια, καλές, κακές, απειλές από τον πρώην κατά παντός υπευθύνου κλπ.


Ξέρεις, οι κλασικοί παιδαράδες που μαζεύονταν 10 δεκαοχτάρηδες για να τρομάξουν έναν δεκαπεντάρη, και μαζί με τον πρώην και διάφοροι μνηστήρες γιατί η κοπελιά ήταν κορμάρα και τράβαγε τα βλέμματα των μεγαλύτερων.


Τότε έπαιξα και το πρώτο μου βρωμόξυλο σαν «μεγάλο» παιδί, σε μια τέτοια υπέροχη περίσταση με έναν από τους πανύβλακες αυτούς.


Αφού λοιπόν η συμπεριφορά της είχε κάπου ξεφύγει, και αναγκαστικά έκοψα πέρα γιατί κάτι ύποπτο και σκοτεινό υπήρχε στην όλη φάση, πήγε και αυτή και ξανάπεσε στην ίδια λούμπα, με έναν άλλο λιγότερο όμορφο αλλά εξίσου καταραμένο.


Άντε πάλι απειλές από τον νυν της στον πρώην (εμένα) και διάφορα θέματα που δεν καταλάβαινα από πού δημιουργούνται και πώς σκατά μπλέκομαι εγώ…

Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2016

Η σέχτα του Αλέξη Τσίπρα



σέκτα κ. σέχτα [<λατιν. sectaΙ) οργανωμένη ομάδα προσώπων στους κόλπους μιας θρησκείας, που έχουν τις ίδιες πεποιθήσεις
ΙΙ) (πολιτ) πολιτική μερίδα κόμματος με δογματικές αντιλήψεις

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

1954, Λέικ Σίτι, Μινεσότα, ΗΠΑ

Η Μάριον Κιτς και ο δρ. Άμστρονγκ είχαν γνωριστεί σε μια λέσχη για ιπτάμενους δίσκους. Τον Νοέμβρη του ’51 η Μάριον έλαβε ένα μήνυμα από κάποιο όν «εξαιρετικής πυκνότητας» [sic] ονόματι Σανάντα.

Το μήνυμα ήρθε με μια δόνηση, που πέρασε μέσα απ’ το σώμα της και την ανάγκασε να γράψει στο σημειωματάριο της τα ακόλουθα λόγια: «Θα σηκωθεί ο πυθμένας του Ατλαντικού και θα βυθίσει τα παράλια του. Η Γαλλία θα βουλιάξει, η Ρωσία θα γίνει μια μεγάλη θάλασσα. Ένα μεγάλο κύμα θα κατακλύσει τα Βραχώδη Όρη. Η Γη θα καταστραφεί για να εξαγνιστεί από τα πλάσματα της και να δημιουργηθεί η νέα τάξη.»

Αυτή ήταν η αρχή. Τα μηνύματα συνέχιζαν να έρχονται, κάθε μέρα. Προειδοποιούσαν ότι την 21η Δεκεμβρίου εκείνης της χρονιάς [1954], τα μεσάνυχτα, η Γη θα καταστραφόταν από πλημμύρα και παλιρροιακά κύματα. Θα σώζονταν μόνο όσοι πίστευαν στην εξωγήινη θεότητα Σανάντα.

Γύρω από τους «ιδρυτές» μαζεύτηκε μια μικρή ομάδα πιστών. Η Κίτι, μία απ’ αυτούς, παράτησε τη δουλειά της, πούλησε το σπίτι της και πήγε να μείνει στον ναό της Μάριον. Ο δρ Άμστρονγκ, που ήταν γιατρός, με θέση κύρους στο πανεπιστήμιο, ξεκίνησε να κάνει κήρυγμα για την επικείμενη πλημμύρα κι απολύθηκε με συνοπτικές διαδικασίες.

Όλα τα μέλη της θρησκευτικής ομάδας παράτησαν τα εγκόσμια και περίμεναν το χειμερινό ηλιοστάσιο, όπου ένα διαστημόπλοιο θα τους πήγαινε σ’ έναν νέο πλανήτη, μακριά από την καταδικασμένη Γη.

Η Κιτς έστειλε ένα δελτίο τύπου στο τοπικό ειδησεογραφικό πρακτορείο, αλλά απέφευγε τη διασημότητα. Ωστόσο πολλοί έμαθαν για τον Σανάντα και το Τέλος του Κόσμου.

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2016

Η ψυχή στον βωμό του μόχθου και η εργασία ως προνόμιο



** 2ο μέρος του κειμένου «Ένα σπάνιο εμπόρευμα: για την άνοδο και την πτώση της εργασίας», Κοινοί τόποι: σχόλια για τον ψυχισμό της εποχής, τχ. 1 (2016), σσ. 81-90.
Μας λένε ότι η εποχή μας είναι η εποχή της δουλειάς.
Στην πραγματικότητα, είναι η εποχή της θλίψης,
της αθλιότητας και του ξεπεσμού.
Πωλ Λαφάργκ
Έχει ιδιαίτερη αξία να εξεταστεί όσο πιο ενδελεχώς γίνεται η σχέση μεταξύ της φαντασιακής θέσμισης της εργασίας στα πλαίσια της φαρμακευτικής αγωγής και της νέας ηθικής της εργασίας που προάγει η συγκαιρινή παλινόρθωση του καπιταλισμού. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε μετά βεβαιότητας ότι δεν έχει υπάρξει άλλη εποχή με τόσο ηχηρή αποθέωση της εργασίας όσο η σημερινή: η εργασία πλέον οφείλει να λατρεύεται για τις θεραπευτικές, μαγικές και λυτρωτικές της ιδιότητες. Με την οικονομία της αγοράς να έχει αναλάβει τον μετασχηματισμό της εργασίας σε ένα νέο είδος εξουσίας που ελέγχει απόλυτα τους ανθρώπους, αυτό που τελικά τους επιφυλάσσεται ως ένταξη στην κοινωνία είναι ο ρόλος αποκλειστικά των παραγωγών και καταναλωτών τη στιγμή που ο ένας θεσμός μετά τον άλλον δείχνουν να υποχωρούν και να καταρρέουν μπρος σ’ αυτή την επιταγή. Άλλωστε, όταν θεσμοί όπως η οικογένεια, η εκπαίδευση, η φιλία δεν καταφέρνουν να υπαχθούν και να προσαρμοστούν στους κανόνες της αυτορρυθμιζόμενης αγοράς, τότε αποτελούν τροχοπέδη για την πορεία της καριέρας, την ανάπτυξη του επαγγελματικού Εγώ και την εξέλιξη του εαυτού μας σε μικροσκοπική επιχείρηση. Πρέπει πάντα να έχουμε κατά νου ότι η κοινωνική κινητικότητα που καθοδηγεί το όνειρο της επαγγελματικής ανέλιξης προϋποθέτει χαλαρούς και εύθραυστους δεσμούς, μακριά από συναισθηματικές φορτίσεις και ψυχική επένδυση, που μπορούν ανά πάσα στιγμή να σπάσουν. Στον εύκαμπτο και ηδονιστικό καπιταλισμό της υπερνεωτερικότητας οι σχέσεις γίνονται κυμαινόμενες, ανάλαφρες και φευγαλέες, υπακούουν στο κάλεσμα του πλανητικού νομαδισμού· το να προσκολλάται κανείς σε μια σταθερή σχέση, να αφιερώνεται στην κοινότητά του ή να συμπράττει με τους πλησίον του έχοντας μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα συνιστούν κατάρα, δείχνουν αδυναμία, προσφωνούν την καταδίκη της στασιμότητας.
Εκ πρώτης όψεως, η ευλογία της εργασίας παρουσιάζεται σαν ένα φαινόμενο που συνυπάρχει με τη γένεση του ανθρώπου, οδηγώντας τους φιλοσόφους της κλασικής πολιτικής οικονομίας όχι μόνο να την ταυτίσουν με την ανθρώπινη υπόσταση στο σύνολό της, αλλά και να την θεωρήσουν απώτατο προορισμό της ανθρώπινης κατάστασης. Κοιτώντας όμως πιο προσεκτικά την εκδίπλωση της ιστορίας, αυτή η τάση, μακράν του να προσιδιάζει στην απόκρυφη «φύση» του ανθρώπου, μάλλον εμφανίζεται, τροφοδοτείται, διογκώνεται και τελικά επικυριαρχεί μέσω της επικράτησης ενός συγκεκριμένου πνεύματος1. Σε αντίθεση, λοιπόν, με τη σύγχρονη κοινωνία όπου ο μόχθος μοιάζει να είναι το μόνο που έχει απομείνει προκειμένου να προσανατολίσει τη δραστηριότητά του ο άνθρωπος, στον αρχαίο κόσμο η εργασία λογιζόταν ως η κατώτερης μορφής ενέργεια της vita activa, η πιο εξευτελιστική και ατιμωτική συνθήκη. Ομοίως και με τον αποκαλούμενο πολιτισμό των «άγριων» κοινωνιών που αφιέρωναν ελάχιστο απ’ τον συλλογικό τους χρόνο για τον κοινωνικό μεταβολισμό2. Η απέχθεια για την εργασία πηγάζει απ’ το γεγονός ότι, μέσω αυτής, ο άνθρωπος κατέληγε υποζύγιο των ίδιων του των αναγκών, υποδουλωνόταν, υποχρεωνόταν σε μια βάναυση ζωή και τελικά στερούνταν την ανθρωπινότητά του, την ιδιότητα του να πράττει και να ομιλεί με τους άλλους μέσα στη δημόσια σφαίρα και να συγκροτεί ένα sensus communis μαζί τους που θα υπερβαίνει τον μεταβολισμό του καθημερινού ζόφου και θα συνθέτει μια ζωή που θα δημιουργεί σπουδαία και λαμπρά πράγματα, ικανά να τον υψώσουν πάνω απ’ το βιολογικό του επίπεδο. Η συνείδηση ότι το ανθρώπινο ον δεν εξαντλείται στην ικανοποίηση των φυσικών του αναγκών και στον κόσμο των αισθήσεων έδωσε το έναυσμα σε ένα κίνημα απελευθέρωσης απ’ τη χρείαν, με τον δαμασμό της αναγκαιότητας και την απαλλαγή απ’ την εξαχρείωση να θεωρούνται ως δυο εκ των ων ουκ άνευ προϋποθέσεις της ελευθερίας για λόγους και πράξεις, την αποκάλυψη με άλλα λόγια των ιδιοτήτων που μπορούν να καθορίσουν τη μοναδικότητα ενός προσώπου εμφανίσιμου και αναγνωρίσιμου από τους άλλους3

Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2016

Pessôa: «Τελικά αυτό που αγαπάμε είναι μια δική μας έννοια και ο εαυτός μας..»


Pessôa: «Τελικά αυτό που αγαπάμε είναι μια δική μας έννοια και ο εαυτός μας..»



Όλοι τους έχουν, όπως εγώ, μια καρδιά ενθουσιώδη και λυπημένη. Τους γνωρίζω καλά. Κάποιοι είναι παιδιά για θελήματα, άλλοι υπάλληλοι γραφείου, άλλοι μικρέμποροι, άλλοι πάλι οι νικητές των καφενείων και των μαγέρικων, ένδοξοι χωρίς να το γνωρίζουν μέσα στην έκσταση του εγωτικού τους λόγου, ικανοποιημένοι μέσα στη σιωπή του φιλάργυρου εγωτισμού τους χωρίς τίποτα το πολύτιμο για να φυλάξουν.

Αλλά όλοι τους είναι ποιητές, οι καημένοι, και σέρνουν, στα μάτια μου, όπως και εγώ στα δικά τους, την ίδια αθλιότητα της κοινής μας απρέπειας. Όλοι τους, όπως κι εγώ, έχουν το μέλλον πίσω τους.
Ποτέ δεν αγαπάμε κάποιον. Αγαπάμε απλώς την ιδέα που σχηματίζουμε για κάποιον.
Τελικά αυτό που αγαπάμε είναι μια δική μας έννοια και ο εαυτός μας.

Αυτό είναι αλήθεια σε όλη την κλίμακα του έρωτα.

Στο σεξουαλικό έρωτα αναζητάμε τη δική μας απόλαυση με τη μεσολάβηση ενός ξένου κορμιού.
Στον έρωτα που διαφέρει από τον σεξουαλικό αναζητάμε τη δική μας απόλαυση με τη μεσολάβηση μιας δική μας ιδέας.

Δευτέρα 1 Αυγούστου 2016

40 έτη υπό σκιάν


Όταν είσαι 40 χρονών, σχεδόν ο μισός ανήκεις στο παρελθόν. Και όταν είσαι 70, σχεδόν όλος.
Jean Anouilh
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η γυναίκα που μπαίνει στο καφέ είναι γύρω στα εξήντα πέντε. Καλοντυμένη και μακιγιαρισμένη, χαμογελαστή.
«Περιμένω παρέα», μας λέει. Κι όλο κοιτάει προς την πόρτα.
Λίγο μετά βλέπουμε έναν άντρα να στέκεται στις σκάλες. Τον βλέπει κι εκείνη, του κάνει νόημα. Αυτός είναι μεγαλύτερος, ίσως εβδομήντα, και πολύ καταπονημένος. Χλωμός και λιπόσαρκος, τα ρούχα του περισσεύουν. Κατεβαίνει τις σκάλες με δυσκολία, κρατώντας την κουπαστή.
Η γυναίκα χάνει τον ενθουσιασμό της, σαν τον βλέπει να πλησιάζει. Αγκαλιάζονται και φιλιούνται, μετά κοιτιούνται με το ανάποδο χαμόγελο στο πρόσωπο.
Εκείνη παίρνει ένα ντεκαφεϊνέ, αυτός κρύο τσάι. Απ’ όσα ακούω (κατά λάθος) είναι παλιοί φίλοι -θα μπορούσε να ήταν και περιστασιακοί εραστές. Είχαν πολλά χρόνια να βρεθούν, πάνω από τριάντα -η γυναίκα ζούσε στο εξωτερικό.
Ο άντρας μοιάζει να έχει αποδεχτεί την κατάσταση. Όμως η γυναίκα, που τόσο καιρό δεν είχε δει τους παλιούς φίλους (εραστές;), μοιάζει μόλις να συνειδητοποιεί πόσα χρόνια πέρασαν, ότι είναι 65 χρονών, όχι τριάντα πέντε -τότε που έφευγε για Αυστραλία.
Τότε που όλοι οι άντρες γυρνούσαν να την κοιτάξουν όταν περνούσε. Τότε που οι άλλες γυναίκες τη ζήλευαν και τη σχολίαζαν. Τότε που κατακτούσε την τέχνη της. Τότε που κι ο Κώστας ήταν σαράντα, πριν την αρρώστια, πριν τα χειρουργεία, πριν τριάντα χρόνια, πριν γίνει αυτός που κάθεται απέναντι της και την κοιτάει με το ανάποδο χαμόγελο και με μασέλα.
Ο τρόπος που κάθονται, η γλώσσα του σώματος, ακούγεται πιο δυνατά απ’ τη μουσική. Λένε: «Τι έγινε; Πώς έγινα έτσι; Πώς έγινες έτσι; Πώς πέρασαν τα χρόνια;»
~~{}~~

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2016

Ας κοιμηθούμε ήσυχοι γιατί αλλιώς μπορεί να ξυπνήσουμε

τηλεόραση1Τελικά, είναι ωραία η ζωή, χαρούμενη, γεμάτη ευτυχία. Κι αν δεν είναι, βρίσκουμε πάντα τον τρόπο να την κάνουμε να είναι. Αν όχι χαρούμενη, γεμάτη ευτυχία να την κάνουμε να είναι τουλάχιστον συμβατική, ίδια με των υπολοίπων. Ασφαλής και χωρίς εκπλήξεις. Τι να κάνουμε; Παντού χρειάζεται ένας έντιμος συμβιβασμός.


Για τα παιδιά μας μόνο ανησυχώ. Τα μεγαλώνουμε σωστά άραγε; Τους δίνουμε όλα όσα έχουν ανάγκη; Από την άλλη σκέφτομαι πως δεν πρέπει να έχω τέτοιες ανασφάλειες. Εντάξει, δεν τα πήγαμε στο The Voice, για να δουν από κοντά τα ιερά τέρατα της μπουζουκόβιας μουσικής σκηνής, αλλά δεν πειράζει. Θα τα πάω του χρόνου.


Κάθε πρωί τους βάζουμε για το σχολείο ένα κρουασάν, ένα πατατάκι κι ένα χυμό ανάμεικτο. Αν δεν έχουμε, τους δίνουμε χρήματα να ψωνίσουν ό,τι θέλουν από το κυλικείο. Πάνω απ΄όλα πρέπει να τρέφονται υγιεινά.


Το μεσημέρι, σαν γυρίσουν από το σχολείο, αν δεν έχουμε προλάβει να μαγειρέψουμε, τους παίρνουμε από το φαστφουντάδικο δύο χάμπουργκερ με σως, πατάτες τηγανιτές και αναψυκτικό. Είναι στην ανάπτυξη και πρέπει να τρώνε καλά και να έχουν και θετική ενέργεια. Το λέει κι αυτός με τα πεσμένα βλέφαρα και το θολό βλέμμα σε διαφήμιση στην τηλεόραση. Τι δηλαδή; Να έχουν αρνητική ενέργεια τα δικά μας παιδιά;


Πρέπει να φάνε γρήγορα γιατί θα έρθει η κοπέλα που τα διαβάζει. Ευτυχώς, τώρα με την κρίση, με 3 ευρώ την ώρα βρίσκεις καμιά φοιτήτρια, καμιά αδιόριστη δασκάλα και κάνεις τη δουλειά σου.


Βέβαια, τα δικά μου διαμαρτύρονται. Λένε πως δεν χρειάζεται να κάνουν μάθημα και της κάνουν το βίο αβίωτο. Αλλά καλύτερα έτσι. Από το να ξεσπάνε σε μας. Δε γίνεται όμως να μην κάνουν μάθημα. Τα περισσότερα παιδιά στην τάξη τους έχουν δασκάλα που τα διαβάζει στο σπίτι. Τι δηλαδή; Τα δικά μας στο πηγάδι κατούρησαν;