Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τέχνη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τέχνη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου 2021

Άρης Ρέτσος: «Κυριαρχεί η κτηνωδία, δεν υπάρχει εκπαίδευση, δεν υπάρχει μπούσουλας»

 


Αποτελεί μοναδική περίπτωση στο ελληνικό θέατρο για τον τρόπο που χειρίστηκε το αρχαίο δράμα, για το πώς δούλεψε την έννοια του ρυθμού και γιατί τάχθηκε με συνέπεια και αφοσίωση στην Τέχνη.

Φωτογραφίες: Aνδρέας Σιμόπουλος / FOSPHOTOS

Συνέντευξη στη Λίνα Ρόκου στις  26.12.2018

Το ραντεβού με τον Άρη Ρέτσο είναι στο Φίλιον. Μου ζητά ευγενικά να κάτσουμε έξω για να καπνίσει. Με το που διαλέγουμε τραπέζι μου λέει «Ας παραγγείλουμε καφέ να πιούμε, ας συζητήσουμε και βλέπουμε πώς θα πάει». Είναι γνωστό πως επιλέγει πού και σε ποιον θα μιλήσει, όπως και σε όλη του την πορεία οι επιλογές του στο θέατρο ήταν καθαρά προσωπικές, όχι με την έννοια του ατομικού αλλά με την αίσθηση βαρύτητας και ευθύνης στο να μη προδώσει αυτό στο οποίο έχει ταχθεί. Καφές για εκείνον, σοκολάτα για εμένα. Πίνουμε και αρχίζουμε να μιλάμε και να μου εξηγεί γιατί δεν είναι σίγουρος αν οι συνεντεύξεις έχουν νόημα, αν όντως βοηθούν έναν δημιουργό να παρουσιάσει το έργο του ή το κοινό να μάθει γι’ αυτό, να τον αναζητήσει, να πάει στο θέατρο. Καθώς τον ακούω αρχίζω να αντιλαμβάνομαι τον τρόπο που συνδέει τα πράγματα, τη ροή των συνειρμών του, τον ρυθμό του. Έχουμε πάρει και οι δύο τον χρόνο μας, άλλωστε είναι η πρώτη φορά που συναντιόμαστε από κοντά. Κάπου εκεί τον ακούω να λέει «Ενδιαφέροντα είναι αυτά που συζητάμε τώρα, άντε πάτα το μαγνητοφωνάκι να γράφει».

Πόσοι ενδιαφέρονται πραγματικά για τα Κίτρινα Γιλέκα ή για τον Κωστόπουλο και τις κλωτσιές που έφαγε; Αν όντως ενδιαφερόντουσαν θα έπρεπε να καεί η Αθήνα όπως έγινε με τον Γρηγορόπουλο. Είναι η ίδια σφαγή· τότε έγινε σε ένα παιδάκι, και τώρα έγινε σ’ έναν άνθρωπο. Εμένα δεν με ενδιαφέρει αν αυτός είναι ντραγκ κουίν ή Στηβ Μακ Κουίν. Εμένα μ’ ενδιαφέρει το γιατί δεν κάηκε η Αθήνα ή γιατί κανείς δεν έπεσε πάνω τους μετά τη δεύτερη κλωτσιά.

Πια ο αντίκτυπος σε σχέση με το γεγονός δεν έχει καμία πυκνότητα. Υπάρχει ένας έρπων φασισμός σε όλες τις διαδικασίες ακόμη και στους εναλλακτικούς κι αυτό θα το καταλάβει κανείς στις διαπροσωπικές σχέσεις και όχι όταν μιλάμε για τα Κίτρινα Γιλέκα. Η απόσταση έχει σημασία. Όταν είσαι μακριά παίρνεις εύκολα θέση, από κοντά όλοι δυσκολεύονται.

Υπάρχει κτηνωδία, δεν υπάρχει εκπαίδευση, δεν υπάρχει μπούσουλας. Όταν αυτά λείπουν τότε εύκολα έρχεται η καταστολή. Όταν έχεις ανθρώπους στον αέρα, είναι εύκολο να τους καταστείλεις.

Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2018

Ο τελευταίος αιρετικός

Ο Δημήτρης Καρύδας, αποχαιρετά τον Τζίμη Πανούση...
Πάνε χρόνια πολλά, πίσω σε εποχές δύσκολες να μεγαλώνεις. Η Αθήνα μόλις ξύπναγε από τον λήθαργο της δικτατορίας και έμπαινε σε μια άλλη φάση. Και οι έφηβοι της εποχής αναζητούσαν απεγνωσμένα διεξόδους: Ξένη μουσική άκουγες μόνο από τον θρυλικό Γιάννη Πετρίδη που είχε αναλάβει αποκλειστικά τη μύηση μιας άμαθης νεολαίας. Βιβλία λίγα, δίσκοι «εισαγωγής» ακόμη λιγότεροι και το χαρτζιλίκι λιγοστό για να πάρεις τέτοια πνευματικά καλούδια.

Πρέπει να ήταν πίσω στο 1979 (ίσως και ένα χρόνο αργότερα θα σας γελάσω) όταν περνώντας ένα μεσημέρι από τα Προπύλαια είδα μια γκροτέσκα φιγούρα. Με κελεμπία μαύρη, μούσια και ένα σπινθηροβόλο πονηρό βλέμμα. Ανεβασμένος πάνω σε ένα ρείθρο του πεζοδρομίου διαλαλούσε την πραμάτεια. Μια πειρατική κασέτα που είχε τον τίτλο «Μουσικές Ταξιαρχίες» (αν δεν ξέρετε τι είναι οι κασέτες μουσικές ρίξτε μια ματιά στο google για περισσότερες τεχνικές λεπτομέρειες). Η φίλη που ήταν παρέα μου προφανώς ήταν πιο ενημερωμένη: «Φοβεροί οι τύποι», μου είπε και έσκασε το κατοστάρικο (σε παλιές δραχμές) που ήταν το αντίτιμο για την ταπεινή κασέτα. Την ακούσαμε το βράδυ στο σπίτι της και έπαθα σοκ: Δεν ήταν τα μπινελίκια που με σόκαραν, ούτε οι βλαστήμιες. Πράγματα πρωτόγνωρα για την εποχή. Αλλά η καυστικότητα των στίχων, η ανελέητη σάτιρα, η ικανότητα αυτού που έγραφε τα τραγούδια να μπαίνει στο πετσί της ελληνικής πραγματικότητας, να τη διαλύει και να τη κτίζει από την αρχή.

Γρήγορα η κασέτα των Μουσικών Ταξιαρχιών έγινε το must των λυκειακών εκδρομών. Διότι όπως και να το κάνουμε δεν άκουγες κάθε μέρα στίχους του τύπου «Στα γυμνάσια θηλέων βγήκαν όλες οι μαθήτριες στο κλαρί, μετατρέψανε τις τάξεις σε πορνεία και οι καθηγητές τους γίναν μαστροποί». Στην πορεία μάθαμε ότι ο τύπος με τα….ράσα που πούλαγε την παράνομη κασέτα (διότι καμία δισκογραφική εταιρεία δεν τολμούσε να κυκλοφορήσει κάτι τέτοιο) χέρι με χέρι για να αποφύγει το χέρι της λογοκρισίας λεγόταν Δημήτρης Πανούσης, Τζίμης ή Τζιμάκος.  Μερικούς μήνες αργότερα, κατάφερε να μαζέψει τη μισή Αθήνα στο Skylamb της Πλάκας όπου οι Μουσικές Ταξιαρχίες πήγαν να αντικαταστήσουν για μια εβδομάδα ένα άλλο μακαρίτη, τον Παύλο Σιδηρόπουλο. Μέσα τα ατίθασα νιάτα της εποχής διασκεδάζαμε με τις Μουσικές Ταξιαρχίες και απέξω γινόταν διαδήλωση από ιερείς και θρησκευτικές οργανώσεις που ζητούσαν επιτακτικά να κατέβει η βλάσφημη παράσταση.

Τον Τζιμάκο στη διαδρομή τον συνέλαβαν αρκετές φορές με κορυφαία εκείνη την ιστορία της Καρδίτσας όταν ενοχλημένος επαρχιακός αστυνομικός σταμάτησε την παράσταση για προσβολή στα Θεία. Δεν καταδικάστηκε ποτέ ακόμη και μέχρι το 1984 που υπήρχε λογοκρισία και οι πρώτοι δίσκοι του έβγαιναν με….μπιμπ στα επίμαχα σημεία. Δηλαδή με πολλά μπιπ διότι ο Τζιμάκος δεν δίσταζε ούτε μπροστά στον Θεό, ούτε μπροστά στον Σατανά. Και στη διαδρομή έγινε ο τρόμος του κατεστημένου, ο τέλειος οργανωτής μιας καλοστημένης φάρσας που κράτησε πολλές δεκαετίες. Ο Τζιμάκος και ας πέρναγαν τα χρόνια ήταν πάντοτε ο πρύτανης της πρόκλησης. Τυπικά όταν πια έγινε γνωστός στις παραστάσεις του ήξερες ότι θα γελάσεις. Θα γελάσεις με την καρδιά σου. Και μετά τα ατίθασα νιάτα της δεκαετίας του ’80 που είχαν περάσει στη μεριά του κατεστημένου και ήξεραν πια ότι εκείνο το παλιό σύνθημα πως θα αλλάξουμε τον κόσμο είχε πάει περίπατο γύριζαν σπίτι και κοίταγαν τον καθρέφτη τους. Και άρχιζαν να αναρωτιούνται «μήπως ο μπαγάσας ο Τζιμάκος τον Νοέλληνα τον έχει γράψει και για μένα;».

Δευτέρα 9 Οκτωβρίου 2017

Έτσι εκπαιδεύουν στο ρατσισμό και το φασισμό


Ο άνεργος, ο φτωχός και ο νεόπτωχος δεν αντιδρούν, δεν αγανακτούν, αντίθετα η οργή σαπίζει εντός τους. Δεν υπάρχει πολιτικός θεσμός που να οργανώσει και να πολιτικοποιήσει την οργή, να την κάνει δύναμη, τέτοια που να αλλάξει το συσχετισμό των αισθημάτων και των δυνάμεων. 


Έτσι, χωρίς οργανωμένο πλαίσιο, χωρίς ρέουσα πηγή, ο λόγος της αξιοπρέπειας και της ανυπακοής θολώνει και στερεύει. Η ποιητική γλώσσα, που κάποτε λειτουργούσε ως δύναμη εντροπίας, ωθώντας στην ανατροπή της κρατούσας συμβολικής τάξης, στην ανάδευση της ακινησίας και στην παρεμπόδιση της σήψης, που δημιουργούσε μια νέα κοινωνικότητα, μία νέα συλλογικότητα, αντλώντας από την ποιητικότητα των δρόμων, από τον τόπο της υπερωρίας των νέων και του νέου λόγου, τώρα εξαντλείται στις αυτοεκδόσεις ποετάστρων ελάσσονος ποιότητας και μείζονος ναρκισσισμού. 

Τα γράφω αυτά γιατί ναι, χρειαζόμαστε «κουράγιο», χρειαζόμαστε ελπίδα. Γιατί η λογοτεχνία είναι ένας τρόπος να ουρλιάζει κανείς βουβά, φουσκώνοντας το μεγάλο ποτάμι της αγανάκτησης για την κοινωνική αδικία. Γιατί η τέχνη δεν είναι μόνο για τους «χορτάτους», η λογοτεχνία δεν είναι μόνο μία τεχνο-λογία της εξουσίας, αλλά και ο σπινθήρας που θα βάλει φωτιά στις ψυχές των περιφρονημένων, των απόκληρων, των ξεριζωμένων. Γι’ αυτό έχει σημασία για ποιους γράφει κανείς. Γι’ αυτό το ερώτημα που πρέπει να θέσουμε, έλεγε ο Έντουαρντ Σαΐντ, είναι για ποιό λόγο ελάχιστοι καλλιτέχνες "αντιμετωπίζουν ευθέως τα μεγαλύτερα κοινωνικά και οικονομικά εξωτερικά γεγονότα της ύπαρξής τους», όπως είναι η αποικιοκρατία και η κοινωνική εκμετάλλευση. 

Τετάρτη 6 Σεπτεμβρίου 2017

Στάνλεϋ Κιούμπρικ εναντίον Στήβεν Κινγκ, ταινίες εναντίον βιβλίων (και το νόημα της τέχνης)

(Ένα κείμενο σε 10 σκηνές)

1η σκηνή: Πρελούδιο της απογοήτευσης

Σε όλους μας έχει συμβεί. Μόλις μαθαίνεις ότι το αγαπημένο σου βιβλίο έγινε ταινία τρέχεις στον κινηματογράφο για να δεις αν ο σκηνοθέτης κατάφερε να αποδώσει το όραμα του συγγραφέα. Και σχεδόν πάντα απογοητεύεσαι.

Το βιβλίο, έτσι όπως το είχες φανταστεί, ήταν πολύ καλύτερο.

Και πολλοί συγγραφείς που είδαν το έργο τους στην οθόνη εξοργίζονται με το αποτέλεσμα (εκτός κι αν πρόκειται για βιβλία-σενάρια, που γράφτηκαν για να γίνουν ταινίες, όπως εκείνα του Νταν Μπράουν και του Τζορτζ Μάρτιν).

~~

2η σκηνή: Οι πιο γνωστές ιστορίες συγγραφέων που μίσησαν τις ταινίες

Ο Μίλαν Κούντερα δεν ήθελε ν’ ακούει για την Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Κάουφμαν, τόσο που απαγόρευσε κάθε κινηματογραφική μεταφορά των βιβλίων του μετά απ’ αυτό.

Ο Κεν Κέσσεϋ δούλεψε μαζί με τον σκηνοθέτη Φόρμαν τη Φωλιά του Κούκου, αλλά είχε τόσες αντιρρήσεις για το έργο που δεν ήθελε καν να πάει να το δει όταν προβλήθηκε.

Ο Winston Groom θύμωσε τόσο με το Φόρεστ Γκαμπ του Ζεμέκις που ξεκίνησε τη συνέχεια του βιβλίου με τη φράση: «Μην αφήσετε κανέναν να κάνει ταινία την ιστορία της ζωής σας».

Όσο για την P.L. Travers και τον τρόπο που χειρίστηκε ο Γουόλτ Ντίσνεϋ τη Μαίρη Πόπινς… Η Τράβερς έκλαιγε καθόλη τη διάρκεια της ταινίας και απαγόρευσε στην Ντίσνεϋ ν’ αγγίξει τα επόμενα βιβλία της.

Ο Anthony Burgess θεώρησε τόσο αποτυχημένο το Κουρδιστό Πορτοκάλι του Κιούμπρικ, που αργότερα έγραψε ότι θα προτιμούσε να μην είχε γράψει ποτέ το βιβλίο!

Και προσέξτε! Όλες οι παραπάνω ταινίες θεωρούνται αριστουργήματα. Γιατί, λοιπόν, οι συγγραφείς και οι αναγνώστες απογοητεύονται απ’ τις κινηματογραφικές μεταφορές των βιβλίων;

Ίσως μπορούμε να το καταλάβουμε αν συγκρίνουμε ένα άλλο βιβλίο και τη κινηματογραφική του μεταφορά (που μίσησε ο συγγραφέας), τη Λάμψη του Στήβεν Κινγκ και τη Λάμψη του Στάνλεϋ Κιούμπρικ.

Ας ξεκινήσουμε απ’ το βιβλίο, γιατί αν υπήρχε αυτό δεν θα υπήρχε και η ταινία.

Δευτέρα 21 Αυγούστου 2017

Νίκος Καρούζος: “Η κόλαση λοιπόν είν’ η πατρίδα μας.”

Μαρια Λυδία Κυριακίδου


[Βιογραφικό σημείωμα]
ΚΑΡΟΥΖΟΣ ΝΙΚΟΣ.1

Ο Νίκος Καρούζος αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους Έλληνες Ποιητές του 20ου αιώνα, γεννήθηκε στις 17 Ιουλίου του 1926 στο Ναύπλιο και έφυγε απ’ τη ζωή στις 28 Σεπτεμβρίου του 1990 στην Αθήνα.
Παραθέτοντας κάποια βιογραφικά στοιχεία του, μπορούμε να διακρίνουμε πως η ζωή του ήταν από πολλές απόψεις συνταρακτική και γεμάτη τρικυμίες, ενώ παράλληλα αρνούνταν τις συμβάσεις, ανεξάρτητα από την πρόελευσή τους Ο πατέρας του ήταν δάσκαλος και μέλος του ΕΑΜ και διώχθηκε μετακατοχικά, ενώ η μητέρα του υπήρξε θυγατέρα κληρικού και δσκάλου.
Ο ίδιος ο Ποιητής εντάχθηκε στην νεολαία της ΕΠΟΝ και γνώρισε το σκληρό πρόσωπο της εξορίας, τόσο στην Ικαρία (1947), όσο και στην Μακρόνησο (1951). Οι διώξεις είχαν ως αποτέλεσμα να υποστεί νευρικό κλονισμό και να απολυθεί από την Μακρόνησο το 1953, δίχως ποτέ να υπογράψει δήλωση μετάνοιας. Αντίθετα απ’ ότι θα περίμενε κανείς, λόγω της προηγούμενης διαδρομής του, ο ίδιος δήλωνε ιδεολογικά Αναρχοκομμουνιστής κι όχι Κομμουνιστής, αν και αναγνώριζε πως η Οκτωβριανή Επανάσταση βοήθησε τα μέγιστα στα δικαιώματα υπέρ των εργατών τον 20ο αιώνα.
Αμφισβητούσε δε πως ο θεσμός του κράτους μπορεί να συμβάλει υπό την όποια μορφή του, στην πορεία προς το σοσιαλισμό και την αταξική κοινωνία. Επιπλέον, δεν δέχονταν για τον εαυτό του το χαρακτηρισμό του στρατευμένου ποιητή, δίχως όμως να κατακρίνει γενικότερα τη στράτευση.

Πέμπτη 27 Απριλίου 2017

26 Απριλίου 1937, ο βομβαρδισμός της Γκουέρνικα



Στις 26 Απριλίου 1937, η αεροπορία των ναζί (Luftwaffe) ισοπέδωσε τη Γκουέρνικα, μια κωμόπολη 10.000 περίπου κατοίκων στη χώρα των Βάσκων. Στόχος των ναζί ήταν να βοηθήσουν τον φασίστα στρατηγό Φράνκο να επικρατήσει στον ισπανικό εμφύλιο έναντι του επαναστατικού κινήματος.

Υπεύθυνη για τον βομβαρδισμό ήταν το περίφημο σώμα εθελοντών της αεροπορίας των ναζί «Λεγεώνα Κόνδωρ», που οργάνωνε συχνά  επιχειρήσεις εναντίων των επαναστατικών δυνάμεων κατά τη διάρκεια του εμφυλίου και ταυτόχρονα δοκίμαζε και τις νέες τεχνολογίες των μαχητικών και βομβαρδιστικών αεροσκαφών. Επικεφαλής της Λεγεώνας ήταν ο στρατηγός Χούγκο Φον Σπέρλε, που ήθελε να εφαρμόζει νέες τεχνικές αεροπορικών επιθέσεων. Μια από τις ιδέες του ήταν οι επιθέσεις κορεσμού, που θα εξαφάνιζαν τον εχθρό με πολυάριθμες ομαδικές επιδρομές και όχι με σποραδικές επιχειρήσεις μερικών πολεμικών αεροπλάνων.

Στις 26 Απρίλη, οι κάτοικοι της πόλης γιορτάζουν κάθε χρόνο με ένα πανηγύρι. Έτσι έκαναν και το 1937. Αυτή τη μέρα επέλεξαν και οι ναζί για τον βομβαρδισμό. Ήθελαν με αυτό τον τρόπο να δοκιμάσουν νέες τεχνικές βομβαρδισμού που αργότερα θα χρησιμοποιούσαν στον β’ παγκόσμιο πόλεμο. Στις 16.30 το απόγευμα, 30 καταδιωκτικά της λεγεώνας Κόνδωρα πλησίαζαν την πόλη με το ρύγχος τους στραμμένο στο πανηγύρι. Οι ριπές θέρισαν τον πανικόβλητο κόσμο και τα αμέτρητα ζώα. Οι δρόμοι είχαν γεμίσει πτώματα. Ήταν μόνο η αρχή. Μια ώρα αργότερα, φάνηκαν στον ορίζοντα 20 δικινητήρια Χάινκελ 111, που αποτελούσαν την τελευταία λέξη της αεροπορικής τεχνολογίας. Πετώντας όλα μαζί, άδειασαν ταυτόχρονα τις βόμβες τους πάνω από την πόλη, ισοπεδώνοντας το μεγαλύτερο μέρος της και σκοτώνοντας πολλούς ανθρώπους που κρύβονταν στα σπίτια τους.

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2016

Ζιλ Λιποβετσκί, Ζαν Σερουά – Το πνεύμα του καλλιτεχνικού καπιταλισμού

Περιοδικό Κοινοί Τόποι: Σχόλια για τον ψυχισμό της εποχής


(τεύχος 1, σ. 57)




Το πνεύμα του καλλιτεχνικού καπιταλισμούΔύναμη της κριτικής ή ισχύς της αγοράς;
Μετάφραση: Βασίλης Τομανάς
{Gilles Lipovetsky και Jean Serroy, “L’esprit du capitalisme artiste: force de la critique ou puissance du marché?”, στο L’esthétisation du monde: Vivre à l’âge du capitalisme artiste [Η αισθητικοποίηση τουκόσμουη ζωή στην εποχή του καλλιτεχνικού καπιταλισμού], Παρίσι, Gallimard, 2013, σσ. 122-131.}
Ο καλλιτεχνικός καπιταλισμός
και η καλλιτεχνική κριτική
Φαντάζει δύσκολο να αντιληφθούμε την πολυπλοκότητα του καπιταλισμού σήμερα, χωρίς να λάβουμε υπόψη μας ένα σύνολο νέων παραγόντων, οικονομικής, πολιτικής και τεχνολογικής φύσης. Ωστόσο, υπάρχει και μια σειρά από άλλους, καθαρά ιδεολογικούς, παράγοντες που θα πρέπει να υπογραμμιστούν, όπως αυτοί που ο Luc Boltanski και η Eve Chiapello χαρακτήρισαν ως «καλλιτεχνική κριτική»1, βλέποντας σε αυτήν τη μία από τις δύο μεγάλες ιδεολογικές δυνάμεις που ευθύνονται για τη μεταστροφή του σύγχρονου καπιταλισμού.
Από την αρχή της ύπαρξής του, ο καπιταλισµός έχει αντιµετωπίσει βίαιες επικρίσεις που βασίζονται σε διάφορες µορφές αγανάκτησης. Μεταξύ αυτών, από τη µία πλευρά, η φτώχεια και η κοινωνική ανισότητα που συνοψίζονται σε ό,τι αποκαλούµε «κοινωνική κριτική»· από την άλλη, η καταπίεση των ανθρώπων, η απογοήτευση, η µη αυθεντικότητα των αντικειµένων, µε άλλα λόγια τα συναισθήµατα και τα πρόσωπα που συγκροτούν την «καλλιτεχνική κριτική» που, ως τέτοια, εµφανίζεται σαν µια ριζοσπαστική αποκήρυξη του εξορθολογισµού, της καπιταλιστικής πραγµοποίησης και της εµπορευµατοποίησης. Αυτή η µορφή κριτικής, που εµφανίζεται κατά το δεύτερο ήµισυ του 19ου αιώνα και βρίσκει τις ρίζες της στον δανδισµό και τον µποεµισµό, γνώρισε µια ισχυρή άνθηση προς το τέλος της δεκαετίας του ’60 µε το κίνηµα της αντικουλτούρας και τη σφοδρή κριτική του προς την καταναλωτική κοινωνία, τον αστικό τρόπο ζωής και την κάθε µορφής καθυπόταξη (εργασιακή πειθαρχία, αξία της οικογένειας, σεξουαλική ηθική, εξουσία, ιεραρχία). Ζούµε τη φάση όπου, απέναντι σε αυτό το σύστηµα αξιών, ορθώνεται ένα πλήθος αιτηµάτων που µας καλούν στην απόλαυση, τη δηµιουργικότητα, τον αυθορµητισµό και τη γενικευµένη απελευθέρωση που αγκαλιάζει όλες τις πτυχές της ζωής.

Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2016

Σύρος πρόσφυγας βγάζει σε δημοπρασία τους πίνακες του για να στήσει μια νέα ζωή


Όταν ο Χάσαν Χατίμπ αποφάσισε να ξεκινήσει από την πατρίδα του, τη Συρία, το μακρύ και δύσκολο ταξίδι προς την Ευρώπη, μαζί με τη σύζυγο και τα τέσσερα παιδιά του, ένα από τα πράγματα που τον απασχολούσε για τη ζωή που θ' άφηνε πίσω ήταν πώς θα σώζονταν από τη λαίλαπα του πολέμου τα έργα του -κάποιοι πίνακες ζωγραφικής διαφόρων τεχνοτροπιών, που είχε φιλοτεχνήσει με περισσό μεράκι.


Ό,τι χώρεσε στις λιγοστές αποσκευές του, το πήρε μαζί του. Τα υπόλοιπα τα εμπιστεύτηκε σ' έναν καλό του φίλο, με την ελπίδα πως, όταν "στήσει" τη νέα του ζωή κάπου στην Ευρώπη, θα τού τα στείλει για να κοσμήσουν το νέο του σπιτικό.

Απόφοιτος της Σχολής Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου της Δαμασκού, ο Χάσαν Χατίμπ αφιέρωσε όλη τη ζωή του στην Τέχνη, είτε φιλοτεχνώντας δικά του έργα είτε διδάσκοντάς την. Όταν ο ζόφος του πολέμου άρχισε να στοιχειώνει την περιοχή της Παλμύρας, αποφάσισε να φύγει για να δώσει στα παιδιά του την ευκαιρία για μία καλύτερη ζωή. Το ταξίδι, όμως, της οικογένειας Χατίμπ "κόπηκε" αιφνίδια στην Ειδομένη, όταν οι χώρες του λεγόμενου βαλκανικού διαδρόμου αποφάσισαν να κλείσουν τα σύνορά τους, με αποτέλεσμα χιλιάδες πρόσφυγες να εγκλωβιστούν στο μικρό αυτό ακριτικό χωριό, πλάι στο οποίο είχε στηθεί επί σειρά μηνών μια προσφυγική πολιτεία, που κάποια στιγμή έφτασε να αριθμεί περί τις 15.000 ανθρώπινες ψυχές.

Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2016

«Ζούμε όση ζωή θελήσουμε να ζήσουμε. Είμαστε τα Διάφανα Κρίνα»


θανος




Δυστυχώς η είδηση πως ο Θάνος Ανεστόπουλος δε θα ανέβει ξανά στη σκηνή, είναι πλέον επιβεβαιωμένη. Το γεγονός ότι ο ίδιος με τη μέγιστη αξιοπρέπεια και το χιούμορ που τον χαρακτήριζε έδινε μάχη με την επάρατο νόσο,ήταν γνωστό στο κοινό. Συγχωρέστε μας όμως , καθότι πιστεύαμε πως ο Θάνος θα νικούσε κι εκεί και που δε θα μπορέσουμε να συνηθίσουμε την απώλειά του.


Η συντακτική ομάδα του Νόστιμον ήμαρ αποχαιρετά το μεγάλο καλλιτέχνη , συμπαραστεκόμενηστην οικογένεια και στους φίλους του.


 

Τρίτη 9 Αυγούστου 2016

ΝΑ ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΜΕ ΜΕ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ Ή ΣΑΣ ΑΡΕΣΕΙ Ο ΜΠΑΧ;

τέχνηΓια­τί ε­μέ­να δε μου α­ρέ­σει. Δε μου α­ρέ­σει ού­τε ο Μπαχ, ού­τε –συλ­λή­βδην– ό­λοι οι λε­γό­με­νοι Κλα­σσι­κοί. Και δε μου α­ρέ­σουν, για­τί οι πε­ρισ­σό­τε­ροι α­πό δαύ­τους υ­πη­ρε­τού­σαν μια ζω­ή, σαν τον τε­λευ­ταί­ο α­ξιο­θρή­νη­το πα­ρα­κε­ντέ, τις Αυ­λές των βα­σι­λιά­δων. Για­τί έ­γλει­φαν την κα­του­ρη­μέ­νη πο­διά του κα­θε­μια­νού Μαι­κή­να. Για­τί συ­νέ­θε­ταν κα­τά πα­ραγ­γε­λί­α ύ­μνους και τρο­πά­ρια για τον …γλυ­κό μας τον Χρι­στού­λη, Ε­ΝΩ Η ΚΑΡ­ΔΙΑ ΤΟΥΣ ΑΛ­ΛΑ ΤΟΥΣ Ε­ΣΠΡΩ­ΧΝΕ ΝΑ ΓΡΑ­ΨΟΥΝ. Για­τί δη­μιουρ­γού­σαν μια Τέ­χνη που μο­να­δι­κό της προ­ο­ρι­σμό εί­χε να α­πο­δεί­ξει στον άν­θρω­πο πό­σο μι­κρός α­πέ­να­ντι στην ε­ξου­σί­α του …Θεί­ου ή­ταν. Για­τί α­ντάλ­λα­ζαν αυ­τό που η Φύ­ση και η μου­σι­κή τους παι­δεί­α τούς εί­χε δώ­σει για έ­να (φυ­σι­κά μα­­λα­μο­κα­πνι­σμέ­νο, τρο­μά­ρα τους) πιά­το φα­ΐ.

Και δε μου α­ρέ­σουν ό­λοι ό­σοι κά­νουν πα­ντιέ­ρα την τέ­χνη τους, το μυα­λό τους και τις ο­ποιεσ­δή­πο­τε ι­κα­νό­τη­τές τους για να α­ναρ­ρη­θούν στην κλί­μα­κα της δι­κιάς τους ε­ξου­σί­ας – ή α­πλώς (και α­κό­μη χει­ρό­τε­ρα) ε­ξου­σιού­λας. Δε γου­στά­ρω ό­σους ξε­κό­βουν, τά­χα­τες, α­πό το πό­πο­λο σκαρ­φα­λώ­νο­ντας σ’ έ­να συν­νε­φά­κι που τρι­γύ­ρω του πε­τά­νε, με ε­λα­φριά ζι­γκ-ζα­γκ, Έ­ρω­τες, Μού­σες, Μου­σί­τσες και α­σπαί­ρου­σες, ε­ξα­ϋ­λω­μέ­νες δε­σπο­σύ­νες.

Και, τέ­λος, δε τους γου­στά­ρω (μα κα­θό­λου!) ό­λους αυ­τούς, για­τί προ­δί­δουν ε­παί­σχυ­ντα τον α­πα­ρά­μιλ­λο τρό­πο που Α­ΝΕ­ΚΑ­ΘΕΝ εί­χε ο άν­θρω­πος για να εκ­φρα­στεί: για να ευ­χα­ρι­στή­σει τον ε­αυ­τό του, τους συ­ντρό­φους του, και «για να α­πα­λύ­νει τη ρο­ή του χρό­νου», που λέ­ει κι ο ποι­η­τής…

Για­τί η ΤΕ­ΧΝΗ ή η αι­σθη­τι­κή μας α­νά­γκη για ΕΚ­ΦΡΑ­ΣΗ, εί­ναι γεν­νη­μέ­νη σχε­δόν α­ντά­μα με τον άν­θρω­πο: εί­ναι κα­θα­ρό υ­πο­προ­ϊ­όν της ε­ξέ­λι­ξής του. Τη βλέ­που­με πα­ντού, α­κό­μα και στο πιο «πρω­τό­γο­νο» χω­ριου­δά­κι του Α­μα­ζο­νί­ου – στους οι­κι­σμούς των αυ­τό­χθο­νων Αυ­στρα­λών και Α­με­ρι­κα­νών και Ι­νού – στη Θρά­κη, στην  Ή­πει­ρο και στην Κρή­τη. Στα σο­κά­κια της Ου­ρου­γουά­ης που γέν­νη­σε το τάν­γκο. Στις φυ­τεί­ες του Μι­σι­σι­πή. Στην Αν­δα­λου­σί­α. Στη Σύ­ρα του Βαμ­βα­κά­ρη. Στις κορ­δέ­λες και στα ρού­χα και στα αγ­γεί­α και στις αυ­λές ό­λων του αν­θρώ­πων ό­που γης. Τη βλέ­που­με στα συρ­τά­ρια λο­γο­τε­χνών που δε θέ­λη­σαν να μοι­ρα­στούν τα «κέρ­δη» με τον εκ­δό­τη τους. Στα μπα­ού­λα μου­σι­κών που δεν κα­τα­δέ­χτη­καν να κό­ψου­νε μο­νέ­δα μα­ζί με τον προ­α­γω­γό/πα­ρα­γω­γό τους. Στους δρό­μους και στις γει­το­νιές. Στα πί­σω-πί­σω ρά­φια των βι­βλιο­πω­λεί­ων, μα­ζί με μπό­λι­κη ευερ­γε­τι­κή σκό­νη και σιω­πή. Στο χο­ρό και στο τρα­γού­δι δυο σω­μά­των. Τη βλέ­που­με σ’ έ­να σύν­θη­μα. Σ’ έ­να νεύ­μα. Τη βλέ­που­με πα­ντού – α­κό­μα και σε μια πρά­ξη α­πελ­πι­σί­ας, αυ­το­θυ­σί­ας ή α­πό­γνω­σης.

Η ΤΕ­ΧΝΗ πλημ­μυ­ρί­ζει ό­λη μας τη ζω­ή. Και α­πο­φεύ­γει ό­πως ο διά­ο­λος το λι­βά­νι τις δι­σκο­γρα­φι­κές ΤΟΥΣ ε­ται­ρεί­ες, τους εκ­δο­τι­κούς ΤΟΥΣ οί­κους, τα δι­κά ΤΟΥΣ θέ­α­τρα, τους δι­κούς ΤΟΥΣ κι­νη­μα­το­γρά­φους, τα δι­κά ΤΟΥΣ σκυ­λά­δι­κα, τα δι­κά ΤΟΥΣ μέ­γα­ρα, τα δι­κά ΤΟΥΣ πνευ­μα­τι­κά χει­ρουρ­γεί­α.

Τρίτη 26 Ιουλίου 2016

Η γνωριμία μου με τον Φώτη Αγγουλέ

Από προχτές μού 'χει καρφωθεί η επιθυμία να σας διηγηθώ πώς γνώρισα τον Φώτη Αγγουλέ. Κι επειδή ίσως κάποιοι από σας να μη γνωρίζουν (ή, τουλάχιστον, να μη γνωρίζουν πολλά) γι' αυτόν, επιτρέψτε μου να αρχίσω την διήγηση από πολύ παλιότερα. Όσο δε για σας που ήδη αναρωτιέστε "καλά, γνώρισε αυτός τον Αγγουλέ;", δείξτε λίγη υπομονή.
Η σημερινή μας ιστορία αρχίζει κάπου στα 1911, όταν στον Τσεσμέ ο ψαράς Σιδερής Χονδρουλάκης αποκτά επί τέλους, μετά από τρία κορίτσια, τον γυιο που τόσο ήθελε. Μόνο που ο μικρός Φώτης δεν έμελλε να μείνει πολύ στην Μικρασία. Με το που ξεσπάει ο Α' Παγκόσμιος κι οι τούρκοι αρχίζουν να κυνηγούν τους χριστιανούς, ο Σιδερής παίρνει την μεγάλη απόφαση να γίνει πρόσφυγας. Έτσι, το 1914, βάζει την οικογένειά του σ' ένα καΐκι και βγαίνει απέναντι από τον Τσεσμέ, στην Χίο.

Ο Φώτης Αγγουλές (αριστερά) στο κρατητήριο
Ο Φώτης μεγαλώνει ως παραχαϊδεμένο στερνοπούλι κι αυτό τον κάνει ατίθασο και πρώτο στις σκανταλιές. Όταν ο δάσκαλός του στην δευτέρα δημοτικού τον φώναξε στον πίνακα, προφανώς για να τον τιμωρήσει, ο Φώτης πήδηξε από το παράθυρο και δεν ξαναπάτησε σχολείο. Προτίμησε να πάει για δουλειά στο ψαρομανάβικο του πατέρα του. Εκεί, θά 'ταν - δεν θά 'ταν 15 χρόνων, σε μια από τις εφημερίδες που τύλιγαν τα ψάρια διάβασε ένα ποίημα και εντυπωσιάστηκε τόσο ώστε άρχισε να διαβάζει ό,τι έπεφτε στα χέρια του προκειμένου να μάθει γράμματα και να μπορέσει να γράψει κι αυτός ποιήματα.

Λίγο αργότερα, παρατάει το ψαράδικο και πάει μαθητευόμενος τυπογράφος στην τοπική εφημερίδα Ελευθερία. Ενώ μαθαίνει την δουλειά, συνεχίζει τα διαβάσματά του και σκαρώνει τους πρώτους του στίχους. Στα 18 του τολμά να εκδώσει μια βραχύβια σατιρική εφημεριδούλα με τον τίτλο Καμπάνα και τρία χρόνια αργότερα βγάζει την Μιχαλού. Σ' αυτές τις εφημεριδούλες δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα. Επειδή καταλαβαίνει ότι η σάτιρα ενοχλεί και θέλει να προφυλάξει την οικογένειά του, δεν υπογράφει ως Χονδρουλάκης αλλά υιοθετεί ένα παλιό παρατσούκλι τού πατέρα του, που θα πει λεβέντης, παλληκάρι: Αγγουλές.

Τετάρτη 20 Ιουλίου 2016

Νίκος Καρούζος: η εξουσία είναι της Ιστορίας η ευκοιλιότητα





Μη με διαβάζετε όταν δεν έχετε
παρακολουθήσει κηδείες αγνώστων
ή έστω μνημόσυνα.
Όταν δεν έχετε
μαντέψει τη δύναμη
που κάνει την αγάπη
εφάμιλλη του θανάτου.
Όταν δεν αμολήσατε αϊτό την Καθαρή Δευτέρα
χωρίς να τον βασανίζετε
τραβώντας ολοένα το σπάγγο.
Όταν δεν ξέρετε πότε μύριζε τα λουλούδια
ο Νοστράδαμος.
Όταν δεν πήγατε τουλάχιστο μια φορά
στην Αποκαθήλωση.
Όταν δεν ξέρετε κανέναν υπερσυντέλικο.
Αν δεν αγαπάτε τα ζώα
και μάλιστα τις νυφίτσες.
Αν δεν ακούτε τους κεραυνούς ευχάριστα
οπουδήποτε.
Όταν δεν ξέρετε πως ο ωραίος Modigliani
τρεις η ώρα τη νύχτα μεθυσμένος
χτυπούσε βίαια την πόρτα ενός φίλου του
γυρεύοντας τα ποιήματα του Βιγιόν
κι άρχισε να τα διαβάζει ώρες δυνατά
ενοχλώντας το σύμπαν.
Όταν λέτε τη φύση μητέρα μας και όχι θεία μας.
Όταν δεν πίνετε χαρούμενα το αθώο νεράκι.
Μη με διαβάζετε
όταν
έχετε
δίκιο.
Μη με διαβάζετε όταν
δεν ήρθατε σε ρήξη με το σώμα...
Ώρα να πηγαίνω
δεν έχω άλλο στήθος. (ΡΟΜΑΝΤΙΚΟΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ)


Σαν σήμερα γεννήθηκε ο Νίκος Καρούζος. Μέγιστος ποιητής! Φιλοσοφικός, μεταφυσικός, μυστικός...
«Υπάρχω»,  έγραφε, « χαρούμενος από άσπιλη θλίψη, σμιλεύοντας τη μοναξιά» ή
 «Το σύμπαν έμοιαζε καμωμένο
για να διασκεδάσω μαζί
με την αιωνιότητα μόνος...»


Γεννήθηκε στις 17 Ιουλίου του 1926 στο Ναύπλιο. Ο πατέρας του ήταν δάσκαλος και ο παππούς από την πλευρά της μητέρας του ιερέας και δάσκαλος και συνέβαλαν σημαντικά στα πρώτα παιδικά του χρόνια στην διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Ιδιαίτερα η πλούσια βιβλιοθήκη του ιερέα παππού του. Το 1944 ολοκληρώνει τις γυμνασιακές σπουδές στην γενέτειρά του και την ίδια περίοδο εντάσσεται στην Ε.Π.Ο.Ν. Ναυπλίου. To 1945 εισάγεται στη Νομική Σχολή Αθηνών. Τον Ιούνιο του 1946 γλιτώνει από σύλληψη και εκτέλεσή του από την Οργάνωση Χ. Την επόμενη χρονιά εξορίζεται στην Ικαρία για πέντε μήνες. Το 1951 υπηρετεί τη θητεία του στη Μακρόνησο και το 1953 εξορίζεται πάλι, στη Μακρόνησο. Νοσηλεύτηκε στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο όπου απαλλάχθηκε από την στρατιωτική θητεία χωρίς να υπογράψει δήλωση μετανοίας, για λόγους υγείας. Εγκαταλείπει τις σπουδές στη Νομική και την προοπτική να γίνει δικηγόρος. Αρχίζει να συνεργάζεται με διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά, δημοσιεύοντας πoιήματα και άλλα πεζά κείμενα (Αθηναϊκά Γράμματα, Επιθεώρηση Τέχνης, Νέα Εστία, Ευθύνη, Σύνορο, Διαγώνιος).


Το 1961 βραβεύεται με το Β' Κρατικό Βραβείο ποίησης και το 1962 με Α΄Βραβείο ποίησης της Ομάδας των Δώδεκα. Τον Μάιο του 1967 συλλαμβάνεται για δηλώσεις που έκανε σε βάρος του Παττακού. Το διάστημα 1983-1984 και το 1986 εργάζεται στο Γ' Πρόγραμμα της Ε.Ρ.Α κάνοντας εκπομπές για την λογοτεχνία. Το 1988 βραβεύεται με το Κρατικό Λογοτεχνικό βραβείο ποίησης. Πεθαίνει στις 28 Σεπτεμβρίου του 1990.


Το 1949 πραγματοποίησε την πρώτη επίσημη εμφάνισή του στο χώρο των γραμμάτων με τη δημοσίευση του ποιήματός του "Σίμων ο Κυρηναίος" στο περιοδικό Ο Αιώνας μας. Η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο "Η επιστροφή του Χριστού" εκδόθηκε το 1954. Στους λογοτεχνικούς κύκλους έγινε πιο γνωστός στη δεκαετία του ’60 με τις συλλογές "Η έλαφος των άστρων", "Ο υπνόσακκος" και "Πενθήματα". Ακολούθησαν πολλές ακόμη συλλογές και συγκεντρωτικές εκδόσεις των ποιημάτων του ως τη συγγραφή του τελευταίου του ποιητικού έργου "Αιώρηση".


Ο Ηλίας Πετρόπουλος έγραψε γι αυτόν:
«Μὲ τὸν ἀξέχαστο Νῖκο Καροῦζο εἴμασταν φιλαράκια. Ὁ Καροῦζος μίλαγε (ἤ, μᾶλλον ἀγόρευε) ὑπέροχα. Ὅταν ἤθελα νὰ τὸν ἀκούσω, κατηφόριζα ὡς τοῦ Λουμίδη, ὅπου ἦταν βέβαιο πώς θὰ τὸν εὕρισκα πάντα ἐκεῖ. Κάποτε-κάποτε, καταλήγαμε σὲ καμιὰ ταβέρνα. Ὁ Καροῦζος, πρὶν ἀρχίσει νὰ πίνει, ἔτρωγε στὰ γεμάτα. Ἔτρωγε σιωπηλός. Μετὰ ζήταγε ἂπ' τὸ γκαρσόνι νὰ μάσει τὰ μπάζα, δηλαδὴ τὰ ἄδεια πιάτα καὶ τὰ πιρούνια. Καί, τότε, μόνον τότε, ξεκίναγε νὰ πίνει καὶ νὰ μιλάει. Ὁ Καροῦζος ἦταν ὡραῖος ἄντρας, ἀλλὰ δὲν τόξερε. Εἶχε μεγάλη μόρφωση καὶ ἀκόμη μεγαλύτερη πνευματικότητα. Μίλαγε ἐπὶ παντὸς θέματος: ἀπὸ τὰ ποιήματα τοῦ Καβάφη μέχρι τὴν ζωγραφική τοῦ Δέρπαπα. Καὶ ὅταν μίλαγε, ἦταν σχεδὸν γοητευτικός.


Καμιὰ φορά ἐρχότανε σπίτι μου καὶ μὲ ψιλορώταγε γιὰ τὰ βιβλία πού ἑτοίμαζα. Συνήθως, σκάλιζε τὰ χρωματιστὰ στυλὸ τοῦ γραφείου μου. Καὶ ἔπειτα καθότανε κι ἔγραφε μικρὰ ποιηματάκια, χρησιμοποιώντας πάντοτε ἕνα στυλὸ μὲ διαφορετικὸ χρῶμα. Μιὰ μέρα κάθισε καὶ μοῦ ἔγραψε κάτι λακωνικὲς συμβουλές. Θυμᾶμαι πώς ἔγραφε κατ' εὐθείαν, δίχως κομπιάσματα, δίχως νὰ διορθώνει τίποτε. Τώρα, ἔπειτα ἀπὸ σχεδὸν τριάντα χρόνια, ψάχνοντας τὸ ἀρχεῖο μου, ὅλο καὶ βρίσκω τέτοια χαρτάκια τοῦ Καρούζου. Καὶ ὁμολογῶ ὅτι, συγκινοῦμαι πολύ.


Ὁ Νῖκος Καροῦζος πέθανε, μὰ πάντα τὸν ἀκούω νὰ μοῦ μιλάει μ' ἐκείνη τὴν πεντακάθαρη προφορὰ τοῦ Ναυπλίου.
«Ο Καρούζος περιγράφει τα δευτερόλεπτα με την ίδια παραξενιά που άλλοι ποιητές περιγράφουν τα λουλούδια», γράφει ο Ευγένιος Αρανίτσης (Ιστορία των Ηδονών).  Ενώ ο ποιητής γράφει : «…Ο χρόνος είναι κοροϊδευτικός. Είναι αμέτοχος σαν τα περίπτερα στην κίνηση.»


Ο  Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης σημειώνει:
«Ο μεγάλος μας ποιητής Νίκος Καρούζος κατόρθωσε τόσο στην ποίησή του όσο και στην προσωπική του ζωή να είναι με τη μεριά της υπερβάσεως. Αναμετριόταν πάντα –ο ίδιος συχνά χρησιμοποιούσε τη λέξη «κονταροχτύπημα»– με μεγάλες ιδέες, μεγάλες μορφές, μεγάλες αφηγήσεις, δίχως ποτέ να τις αφήνει ως έχουν, μα μπολιάζοντάς τες με δικά του διανοήματα, με δικές του σκέψεις, με δικούς του στοχασμούς, με δικές του strong opinions.


Σε αυτό το, κατ᾽ εμέ, κολοσσιαίο επίτευγμα, το μπόλιασμα των όσων πρεσβεύει και λέγει ο μαρξισμός, ας πούμε, ο ζεν βουδισμός ή η χριστιανική ορθοδοξία, συνέβαλλαν τόσο οι τερατώδεις γνώσεις που είχε συσσωρεύσει, και εξακολουθούσε νυχθημερόν να συσσωρεύει ο Καρούζος (γνώσεις φιλοσοφικές, θεολογικές, επιστημονικές, μουσικολογικές, ακόμα και σκακιστικές) όσο και το απίθανο χιούμορ του, που του επέτρεπε να αποδομεί και να ανασυνθέτει τα όποια θέσφατα και τις όποιες καταστάσεις κατά βούλησιν. Το χιούμορ στον Καρούζο διαδραματίζει ρόλο στοχαστικού σχολιασμού, αλλά και λυτρωτικής επαναφοράς στη χθόνια πραγματικότητα ύστερα από υψιπετείς περιπλανήσεις στους ουρανούς των ιδεών».


Ήξερε, όπως έγραφε στο ποίημα «η έναστρη φωτεινότητα»,
 ότι
είμαστε
καθημαγμένοι ερασιτέχνες του Πραγματικού... Όλα κοστίζουν ένα παίξιμο.
Πάρε μαζί σου τον έρωτα κι εκείνα τα όνειρα
έλα στην κάτω γειτονιὰ και πες: Κορόνα γράμματα...
Κορόνα γράμματα να παίξεις
Τις ώρες καὶ τὰ χρόνια
μόνος με τον έρημο ἀντίπαλο.


Και στη «Νεολιθικὴ νυχτωδία στὴν Κρονστάνδη»:
-Η εξουσία είναι της Ιστορίας η ευκοιλιότητα.
- Στο χωριό μου τη λένε γλεντοκώλα.
Έγραψε επίσης στη «Δεύτερη εποχή»:
Ξόδεψα μακρινούς περίπατους για να καταλάβω:
Η ζωή δεν έχει τόση ζωή μέσα της.
όλο το ζήτημα είναι, να δούμε μονάχα
πού βγάζει τις φλόγες.
Τότε προσεχτικά πλησιάζουμε
κρατώντας μια χαρτοσακκούλα


Σε ένα ιδιόχειρό του σημείωμα, που βρέθηκε στο Αρχείο του Σίμου, γραμμένο σε ταβέρνα, και «περί ώραν δωδεκάτην», χαρακτηρίζει ο ίδιος τον εαυτό του Υπαρξιστή...
Στον Υπέροχο φίλο της χαράς Σίμο.
Πίνουμε, σκεφτόμαστε, μεθούμε!
Πλάι στον Αρχηγό μας.
Αλήθεια, τι ποθούμε; Τι ποθούμε;
Πλαταίνουμε ωραία το εγώ μας.


 Η ποίησή του, μιλά από μόνη της. Και όπως είπε η ποιήτρια, Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ:
«Όλη η ποίηση του Καρούζου είναι Ύπαρξη και μόνο Ύπαρξη...»
Όπως λέει ο περίφημος στίχος του
“- Δεν σε βλέπω απόψε καλά τι έχεις;…
- Έχω ύπαρξη…”
Ή Πιστεύω εις έναν Ποιητήν εκτός ουρανού και επί γης εξόριστο που λέει η τρέλα μ’ αρέσει
Πιστεύω εις ένα Ποιητήν που λέει:
η τρέλα μ’ αρέσει, γελοιοποιεί την ύπαρξη.
(Νίκος Καρούζος, C R E D O)


πηγή: artinews

Τρίτη 12 Ιουλίου 2016

Ο Syd Barrett, ο Kurt Cobain και ο άγνωστος Ζ

curt2
«Shine on You crazy Diamond»
Pink Floyd
«I’d rather be hated for who I am, than loved for who I am not».
Kurt Cobain
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Στα δεξιά, στον τοίχο πάνω απ’ το εφηβικό μου κρεβάτι, είχα μια αφίσα της Μίλα Γιόβοβιτς, έτσι όπως εμφανιζόταν στην Επιστροφή στη Γαλάζια Λίμνη. Μόνο το πρόσωπο, με τα γαλάζια μάτια και τα τοξωτά φρύδια.
Ήμουν ρομαντικό αγόρι, αν και στον ύπνο μου έβλεπα την Πάμελα Άντερσον, με το βρεγμένο μαγιό του Μπέιγουοτς, να έρχεται να με σώσει -μάλλον απ’ τις ονειρώξεις. Έτσι κι αλλιώς το ρομαντικό σεξ δεν είναι οξύμωρο σχήμα.
Πίσω, πάνω απ’ το κεφάλι μου, είχα δύο αφίσες. Η μία με όλα τα μέλη των Pink Floyd, από την εποχή του Dark Side of the Moon. Η άλλη είχε τον υπέροχο, μεγαλοφυή τρελό, τον Syd Barrett, να κάθεται στο πεζοδρόμιο, κάπου στο Λονδίνο, με την κιθάρα παραδίπλα και να με κοιτάει με τα καυστικά του μάτια.
Τον θαύμαζα τον Syd. Το πρώτο μου συγκρότημα, αποτυχημένο και θνησιγενές, το είχα ονομάσει Limpid Green, που σημαίνει -περίπου- Καθάριο Πράσινο, και το είχα πάρει απ’ το Astronomy Domine, του Barrett.
Ο Syd ήταν το πρότυπο του αυτοκαταστροφικού, του κολασμένου καλλιτέχνη. Μουσικός, στιχουργός, ζωγράφος, ηθοποιός, συγγραφέας, έλαμπε σαν τρελό διαμάντι απ’ τη μέρα που γεννήθηκε. Οι υπόλοιποι Floyd μαζεύονταν γύρω του για να αντλήσουν φως.
Στις ηχογραφήσεις (λένε οι ίδιοι) δεν μπορούσες να δουλέψεις μαζί του. Γιατί ποτέ δεν έπαιζε με τον ίδιο τρόπο ένα κομμάτι. Δεν μπορούσε, δεν ήθελε, να ξανακάνει το ίδιο σόλο, το ίδιο ριφ, να πει ξανά τα λόγια του. Ολοκλήρωνε μια ηχογράφηση με την πρώτη και μετά άφηνε τους υπόλοιπους να προσθέσουν. Για εκείνον το κομμάτι είχε τελειώσει.
Στις συναυλίες ήταν χειρότερος. Έπαιζε ό,τι ήθελε, όποτε του ερχόταν, κι όταν δεν είχε διάθεση απλώς σταματούσε και κοιτούσε το κενό απέναντι -ή έφευγε.
Αφού πήρε και μερικά λίτρα LSD η κατάσταση χειροτέρεψε. Ο εγκέφαλος του ήταν σαν τον Οβελίξ. Είχε πέσει στο καζάνι με τον μαγικό ζωμό και δεν χρειαζόταν περισσότερο. Τελικά τον έκαψε. Πρόλαβε να συνθέσει ολόκληρο το πρώτο άλμπουμ των Floyd, καθώς και κάποια προσωπικά άλμπουμ, κυρίως με κιθάρα και φωνή, όπως τα Μπλουζ του Πρίγκηπα, του Έλληνα κολασμένου ρόκερ, του Σιδηρόπουλου.
Κατέληξε να πλέκει πουλόβερ με έντομα (πασχαλίτσες;), να μένει με τη μάνα του και να περιφέρεται άσκοπα στη γειτονιά του, μέχρι που πέθανε.
Είχε τόσο φως μέσα του, τόση λάμψη, τόσο ταλέντο, που πνίγηκε απ’ αυτό. Δεν μπόρεσε να το διαχειριστεί.
~~{}~~
Πέρασαν λίγα χρόνια κι οι αφίσες άλλαξαν. Στα δεξιά είχα την Λιβ Τάιλερ, πριν εμφανιστεί στον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, έτσι όπως ξεντυνόταν στο βίντεο του μπαμπά της, στο Crazy των Aerosmith. Το κορίτσι που τα είχα τότε της έμοιαζε, τουλάχιστον έτσι τη θυμάμαι.
Πάνω απ’ το κεφάλι μου είχα μια αφίσα του Chris Cornell των Soundgarden (που όλοι έλεγαν ότι του έμοιαζα και μου άρεσε, αφού όλοι θέλουμε να μοιάζουμε με κάποιον άλλο στην εφηβεία). Αλλά δέσποζε μια αφίσα με τον καινούριο μεγαλοφυή τρελό, τον ιδανικό αυτόχειρα της νιότης μας, τον Kurt Cobain.

Πέμπτη 23 Ιουνίου 2016

Συνέντευξη: Ορέστης Ντάντος


Τον Ορέστη Ντάντο τον άκουσα πρώτη φορά κάπου το 2009-2010, τότε που «έσκασε μύτη» στην ελληνική σκηνή και αμέσως ένιωσα ότι με συγκινεί πολύ αυτό που κάνει.
Έχοντας φιλτράρει ό,τι καλό προσέφερε το ελληνόφωνο ροκ της δεκαετίας του ’90 και προσθέτοντας στη συνταγή τη δική του μοναδική και καλλιεργημένη αισθητική στη μουσική και στο στίχο, κατάφερε να γίνει ένας από τους σημαντικότερους τραγουδοποιούς της γενιάς του και σίγουρα ο αγαπημένος μου.
Εν μέσω ενός διαδικτυακού διαγωνισμού που τρέχει αυτή τη περίοδο
(τσεκ εδώ για περισσότερα) και που αν όλα πάνε καλά θα του δώσει την ευκαιρία να συνεχίσει την όμορφη πορεία του απρόσκοπτα, βρεθήκαμε για μπίρες κάπου στο Κεραμεικό, είπαμε μεταξύ άλλων πάρα πολλά που θα θέλανε… 2-3 Υπόγεια για να καταγραφούν, αλλά η ουσία της κουβέντας ηχογραφήθηκε στο θρυλικό δημοσιογραφικό γκάτζετ του Υπογείου και μετουσιώθηκε σε μια από τις πιο ενδιαφέρουσες και από καρδιάς συνεντεύξεις που έχει παρουσιάσει το site μας.  Άλλωστε ο Ορέστης έτσι και αλλιώς, είναι ένας τύπος που και στη μουσική του και στη προσωπικότητα του, η αυθεντικότητα και η ψυχή πρωταγωνιστούν.
Ιδού λοιπόν η πολύ ωραία συζήτηση που κάναμε για το Υπόγειο…

http://www.ypogeio.gr/Dynamicpics/interviews/62_2_orestis3.jpg
Το Υπόγειο: Ορέστη σε ευχαριστώ για αυτή τη συνάντηση! Ένας χρόνος πέρασε από τότε που κυκλοφόρησες το «Θα το ΄κανα ξανά». Θα το ξανάκανες;
Θα το ξανάκανα εννοείται! Είμαι πολύ περήφανος για αυτόν τον δίσκο.

Το Υπόγειο: Είσαι ευχαριστημένος από το feedback που εισέπραξες;
Ναι, κοίτα… Μετά τη κοιλιά που είχαμε κάνει από τον δεύτερο δίσκο, ο τρίτος ήταν πραγματικά “
come back” που λέει και η Άντζελα (γέλια).

Το Υπόγειο: Αυτό το τρίτο άλμπουμ κυκλοφόρησε ανεξάρτητα και όχι σε φυσική μορφή, ενώ  τα δύο πρώτα είχαν βγει από τη Sony. Θεωρείς πως η κατάσταση «δισκογραφία» έχει τελειώσει πια για σένα;  Και όχι μόνο για σένα…
Για μένα δε θα ήθελα να έχει τελειώσει, αλλά κατά κάποιο τρόπο έχει τελειώσει γενικότερα. Κοίτα, εγώ πρόλαβα τη πτώση. Ήταν σα να κοίταξα από τη κλειδαρότρυπα και να είδα το πώς συνέβαιναν τα πράγματα πριν από το 2009 που βγήκε ο πρώτος δίσκος. Ουσιαστικά αμέσως μετά μπαίνουμε σε κατάσταση κρίσης και από κει και πέρα καταστρέφεται το σύμπαν και στα θέματα δισκογραφίας. Η ίδια η
Sony, το ελληνικό τμήμα της το διέλυσε. Απλά πρόλαβα να δω πόσο ωραία περνάγανε πριν οι συνάδελφοι (γέλια)!

Το Υπόγειο: Πρόλαβες απλώς να δεις πως λειτουργούσε το πράγμα πριν καταρρεύσει…
Μιλάω με ανθρώπους που τα είχαν καταφέρει κάπως σε εποχές 2004-2005, οι οποίοι μετά από αυτή τη κατάρρευση υποφέρουν πιο πολύ, γιατί είχαν μάθει αλλιώς. Εμείς έτσι και αλλιώς είμαστε μια γενιά
DIY, που ξέρουμε ότι πρέπει να τα κάνουμε όλα μόνοι μας, έτσι ξεκινήσαμε και έτσι πάει.

Το Υπόγειο: Στο κομμάτι «Κάνω Ό,τι Μπορώ» που χρησιμοποιείς ένα σαφέστατο στιχουργικό δάνειο από τον Παύλο Παυλίδη, ακούγοντας το σου αφήνει την αίσθηση ότι η ζωή είναι πια ένας άνισος αγώνας. Πέρα από τη πιθανή γενικότερη έννοια που θες να δώσεις, πιστεύεις ότι οι εποχές που η μουσική σκηνή της χώρας γένναγε κάποιον Παυλίδη ή κάποιον Αγγελάκα και κυρίως του «επέτρεπε» να εκτοξευτεί έχει περάσει ανεπιστρεπτί;
Αναφορά κανονικότατη στον Παύλο! Κοίτα, το ανεπιστρεπτί δε μπορώ να το πω. Όσο ζούμε ελπίζουμε. Σίγουρα στις αρχές τη δεκαετίας του ’90 υπήρχε ένας κόσμος που το ανεξάρτητο αυτό τραγούδι που κάνανε οι Τρύπες και τα Ξύλινα Σπαθιά και γενικότερα οι ροκ μπάντες της εποχής, το είδε σαν μια απάντηση στο τότε
life style του Κωστόπουλου και των ιδιωτικών καναλιών. Σήμερα δε φαίνεται κάτι αντίστοιχο.  Ενώ συζητάγαμε ότι η κρίση ίσως έφερνε ένα πιο ποιοτικό τραγούδι, ή μάλλον την ανάγκη του κόσμου για ένα πιο συγκινησιακό και λυτρωτικό τραγούδι (εγώ έτσι το θέτω, δε βάζω ταμπέλες άλλου είδους), φάνηκε το αντίθετο τελικά. Αυτή η ελαφρότητα της διασκέδασης συνεχίζεται και μάλιστα με απίστευτο ρυθμό. Δεν υπάρχουν απλώς τα λεφτά για να πάνε σε πολλά μαγαζιά, αλλά αυτή η ανάγκη για ελαφρότητα συνεχίζεται κανονικά.

Τρίτη 7 Ιουνίου 2016

Πέθανε ο σκηνοθέτης Νίκος Τριανταφυλλίδης



Έφυγε σε ηλικία 50 ετών ο γνωστός σκηνοθέτης, παραγωγός ταινιών και ιδρυτής του συναυλιακού χώρου Gagarin 205, Νίκος Τριανταφυλλίδης. Γεννημένος στο Σικάγο, γιος του μεγάλου κωμικού Χάρρυ Κλυνν, ο Νίκος Τριανταφυλλίδης διακρίθηκε για τις σκηνοθετικές του δουλειές, αλλά και για την αγάπη του για τη μουσική, όπως εκφράστηκε από τις αναρίθμητες παραγωγές στο Gagarin 205.


Ο Νίκος Τριανταφυλλίδης γεννήθηκε στο Σικάγο των ΗΠΑ στις 9 Σεπτέμβρη του 1966 και είναι γιος του Βασίλη Τριανταφυλλίδη (Χάρρυ Κλυνν). Σπούδασε κοινωνιολογία και επικοινωνία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ συνέχισε τις σπουδές του στην Διεθνή Σχολή Κινηματογράφου του Λονδίνου.


Η πρώτη του δουλειά ήταν το μικρού μήκους ντοκιμαντέρ «Momus: Amongst Women Only», ενώ η πτυχιακή του εργασία Dogs Lick My Heart κέρδισε το πρώτο βραβείο Μυθοπλασίας στο 70 Φεστιβάλ Ελληνικών Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας, το 1993. Σε αυτή συμμετείχαν ο γνωστός μουσικός Blaine L. Reininger των Tuxedomoon και ο Παναγιώτης Θανασούλης.


Το 1993 σκηνοθέτησε και το εμβληματικό, πλέον, βιντεοκλίπ «Δε χωράς πουθενά» του ιστορικού συγκροτήματος Τρύπες.


Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία ολοκληρώθηκε το 1995. Στο «Ράδιο Μόσχα» συμμετείχαν οι Σβετλάνα Πανκράτοβα, Χάρρυ Κλυνν, Blaine L. Reininger, Kώστας Γκουσγκούνης, Απόστολος Σουγκλάκος και Ντίνος Ηλιόπουλος.

Τρίτη 12 Απριλίου 2016

Πλήρης πρόταση για μια πολιτική του πολιτισμού



Η εικόνα ενός καλλιτέχνη που κλαίγεται γιατί το κράτος δεν αναγνώρισε την αξία του ώστε να τον χρηματοδοτήσει είναι άχαρο θέαμα. Αν προσθέτει κιόλας ότι τον είχε δει Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Πρωθυπουργός εν ενεργεία, Ναύαρχος εν αποστρατεία, Τελετάρχης Λεγεώνας της Τιμής ή άλλος αξιωματούχος και υπαινίσσεται ότι αυτό τον καθιστά δικαιούχο κρατικών προνομίων, θα πρέπει να ντρέπεται.
του Κωνσταντίνου Πουλή

Η εικόνα ενός καλλιτέχνη που κλαίγεται γιατί το κράτος δεν αναγνώρισε την αξία του ώστε να τον χρηματοδοτήσει είναι άχαρο θέαμα. Αν προσθέτει κιόλας ότι τον είχε δει Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Πρωθυπουργός εν ενεργεία, Ναύαρχος εν αποστρατεία, Τελετάρχης Λεγεώνας της Τιμής ή άλλος αξιωματούχος και υπαινίσσεται ότι αυτό τον καθιστά δικαιούχο κρατικών προνομίων, θα πρέπει να ντρέπεται.

Δεν υπάρχει τρόπος να μην καλλιεργηθεί περιβάλλον ευνοιοκρατίας όταν πρέπει ένα κρατικό όργανο να αποφασίζει σε ποιον καλλιτέχνη θα μοιράζει φράγκα. Επειδή σίγουρα κάποιος θα βρεθεί να εξηγήσει ότι τα φεστιβάλ στο εξωτερικό λειτουργούν μια χαρά -και να, ορίστε ο Πήτερ Μπρουκ, που του δώσαν να διευθύνει τη Βασιλική Όπερα στο Κόβεντ Γκάρντεν στα είκοσι δύο του- έχω μια πιο ωραία ιδέα, μάλιστα κλεμμένη από τον Πήτερ Μπρουκ. Ο σκηνοθέτης, λέει, δεν επιτρέπεται να είναι θύμα των περιστάσεων. Αν δεν μπορεί να πείσει δύο ηθοποιούς να τον ακολουθήσουν, δεν είναι σκηνοθέτης. Αν τα καταφέρει, τότε μπορεί να βρει μια γωνιά σε ένα καφενείο ή μια φυλακή ή τον διάδρομο ενός νοσοκομείου για να δείξει την παράστασή του, και μετά αν είναι καλός η μία δουλειά θα φέρει την άλλη.

Μπορεί βέβαια η μία δουλειά να μη φέρει τίποτα. Δεν πειράζει. Τόσοι άνεργοι υπάρχουν. Μήπως θα λυθεί έτσι το πρόβλημα της ανεργίας των ηθοποιών; Ή μήπως πιστεύουμε ότι έτσι θα απορροφηθούν οι καλύτεροι; Αμφιβάλλω.

Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2016

Ο αδικοχαμένος,CLIFF BURTON,γεννήθηκε 54 χρόνια πριν...

Αν ήταν κοντά μας, θα ήταν σήμερα 54 ετών και το πιο πιθανόν θα ήταν να μιλάγαμε για έναν από τους σπουδαιότερους μπασίστες εν ζωή, αφού το ταλέντο του ήταν τόσο που δεν χωράει αμφιβολία. Δυστυχώς όμως, η μοίρα είχε άλλα σχέδια και του στέρησε τη ζωή σε ηλικία μόλις 24 ετών. Ο λόγος, όπως οι περισσότεροι θα έχετε καταλάβει, για τον Cliff Burton, από τη γέννηση του οποίου συμπληρώνονται σήμερα 54 χρόνια. Το Rock Overdose θυμάται τον μεγάλο μουσικό μέσα από ένα πλήρες αφιέρωμα με πληροφορίες για τη ζωή του και τις λεπτομέρειες από το τραγικό συμβάν του δυστυχήματος της 27ης Σεπτεμβρίου, παρακάτω:
 
Ο Cliff Burton γεννήθηκε στην Καλιφόρνια στις 10 Φεβρουαρίου του 1962 και ήταν ο μικρότερος από τα δύο αδέρφια του, τον Scott και την Connie. Από μικρή ηλικία έδειξε το ενδιαφέρον του για τη μουσική, ενδιαφέρον που του καλλιέργησε και ο πατέρας του, που τον παρότρυνε να ασχοληθεί με την κλασσική μουσική. Από έξι ετών ξεκίνησε να παίζει πιάνο και στα δεκατρία του χρόνια καταπιάστηκε με το μπάσο. Αν και εκείνη την εποχή έδειξε ενδιαφέρον για τη ροκ, λάτρευε την κλασσική μουσική, τη blues, τη jazz και την country, ήχοι που δε συμβαδίζουν τόσο με μπασίστα thrash μπάντας, αλλά σίγουρα με έναν καλό μουσικό. Μάλιστα μέχρι και μεγάλος άκουγε λίγα πράγμα από το είδος μουσικής που έπαιζε. Η επιθυμία του να ασχοληθεί έντονα με το μπάσο, του γεννήθηκε μετά το θάνατο του αδερφού του. Είχε δηλώσει μάλιστα στους γονείς τους πως θα γινόταν ο καλύτερος μπασίστας για τον αδερφό του. Εξασκούνταν περίπου έξι ώρες  ημερησίως και έκανε μαθήματα για σχεδόν ενάμιση χρόνο. Κατά διάρκεια της φοίτησης του στο Castro Valley High School, σχημάτισε την πρώτη του μπάντα, τους EZ-Street. Το πρώτο αναγνωρισμένο συγκρότημα στο οποίο συμμετείχε ήταν οι Trauma, το 1982, με τους οποίους ηχογράφησε και το κομμάτι "Such A Shame", που υπάρχει στη δεύτερο μέρος της συλλογής Metal Massacre.

Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2016

Πέντε μικρὰ θέματα & 13.12.43 - Του Μ. Αναγνωστάκη




Πέντε μικρὰ θέματα

Ι
Μὲς στὴν κλειστὴ μοναξιά μου
Ἔσφιξα τὴ ζεστὴ παιδική σου ἄγνοια
Στὴν ἁγνὴ παρουσία σου καθρέφτισα τὴ χαμένη ψυχή μου.
Ἐμεῖς ἀγαπήσαμε. Ἐμεῖς
Προσευχόμαστε πάντοτε. Ἐμεῖς
Μοιραστήκαμε τὸ ψωμὶ καὶ τὸν κόπο μας
Κι ἐγὼ μέσα σὲ σένα καὶ σ᾿ ὅλους.

ΙΙ
Ἴσκιοι βουβοὶ ἀραγμένοι στὴ σκάλα
Μάτια θολὰ ποὺ κράτησαν εἰκόνες θαλασσινὲς
Κύματα μὲ τὴ γλυκιὰν ἀγωνία στὴν κάτασπρη ράχη
Γυμνὸς κυλίστηκα μέσα στὴν ἄμμο μὰ δὲν ὑποτάχτηκα
Καὶ δὲν ἀγάπησα μόνον ἐσένα ποὺ τόσο μὲ κράτησες
Ὅπως ἀγάπησα τὰ ναυαγισμένα καράβια μὲ τὰ τραγικὰ ὀνόματα
Τοὺς μακρινοὺς φάρους, τὰ φῶτα ἑνὸς ἀπίθανου ὁρίζοντα
Τὶς νύχτες ποὺ γύρευα μόνος νὰ βρῶ τὸ χαμένο ἑαυτό μου
Τὶς νύχτες ποὺ μόνος γυρνοῦσα χωρὶς κανεὶς νὰ μὲ νιώσει
Τὶς νύχτες ποὺ σκότωσα μέσα μου κάθε παλιά μου αὐταπάτη.

ΙΙΙ
...

IV
Κάτω ἀπ᾿ τὰ ροῦχα μου δὲ χτυπᾶ πιὰ ἡ παιδική μου καρδιὰ
Λησμόνησα τὴν ἀγάπη πού ῾ναι μόνο ἀγάπη
Μερόνυχτα νὰ τριγυρνῶ χωρὶς νὰ σὲ βρίσκω μπροστά μου
Ὁρίζοντα λευκὲ τῆς ἀστραπὴς καὶ τοῦ ὄνειρου
Ἔνιωσα τὸ στῆθος μου νὰ σπάζει στὴ φυγή σου
Ψυχὴ τῆς ἀγάπης μου ἀλήτισσα
Λεπίδι τοῦ πόθου μου ἀδυσώπητο
Νικήτρα μονάχη τῆς σκέψης μου.

V
Χαρά, Χαρά, ζεστὴ ἀγαπημένη
Τραγούδι ἀστείρευτο σὲ χείλια χιμαιρικὰ
Στὰ γυμνά μου μπράτσα τὸ εἴδωλό σου συντρίβω
Χαρὰ μακρινή, σὰν τὴ θάλασσα ἀτέλειωτη
Κουρέλι ἀκριβὸ τῆς πικρῆς ἀναζήτησης
Ἄσε νὰ φτύσω τὸ φαρμάκι τῆς ψεύτρας σου ὕπαρξης
Ἄσε νὰ ὁραματιστῶ τὶς νεκρὲς ἀναμνήσεις μου
(Ἀνελέητο κύμα τῆς νιότης μου).
Ὢ ψυχὴ τὴν ἀγωνία ἐρωτευμένη!

Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2016

Η τέχνη του Καλάσνικοφ

Καλάσνικοφ
      
Καλιάγεφ: Πέταξα τη βόμβα στην τυραννία σου, όχι σε έναν άνθρωπο
Σκουράτοφ: Ισως. Αλλά ήταν ένας άνθρωπος που ανατίναξες
Από το θεατρικό έργο «Οι Δίκαιοι» του Αλμπέρ Καμί


Oι μεγαλύτερες τρομοκρατικές οργανώσεις της ιστορίας ενέπνευσαν ορισμένους από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες του 20ού αιώνα. Συχνά ήταν η μόνη τους επιλογή για να νικήσουν τον τρόμο. Η Μπρέντα Μέρφι δεν άντεξε την πίεση. Εσκυψε σε μια γωνία για να κάνει εμετό χωρίς να την δουν.

Παλαιότερα, όπως εξιστορούσε ένας κριτικός θεάτρου του «Guardian», ήταν η μυρωδιά του κελιού της που της έφερνε ανακάτεμα. Τώρα ήταν το τρακ που της προκαλούσε το θεατρικό σανίδι.

Ηταν Φεβρουάριος του 1999 και η Μπρέντα, πρώην μέλος του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού, πρωταγωνιστούσε στην παράσταση «Η καρδιά της μάνας», που ανέβαινε στο Λονδίνο. Οι περισσότερες συμπρωταγωνίστριές της είχαν εκτίσει μικρότερες ή μεγαλύτερες ποινές για συμμετοχή σε τρομοκρατικές επιθέσεις.

Οπως η Ροζένα Μπράουν, από τα γνωστότερα στελέχη των λεγόμενων «υπηρεσιών αντικατασκοπίας» του IRA. Βρετανοί στρατιώτες την είχαν συλλάβει σχεδόν τυχαία γιατί είχε φορέσει, κατά λάθος, την περούκα της ανάποδα. Λίγα λεπτά αργότερα συνειδητοποίησαν ότι κρατούσε στα χέρια της και έναν εκρηκτικό μηχανισμό, που θα μπορούσε να τινάξει στον αέρα ένα οικοδομικό τετράγωνο.

Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2015

Jean-Paul Sartre- Η ιστορική άρνηση του Νόμπελ λογοτεχνίας και η ζωή του κορυφαίου φιλοσόφου

Jean-Paul-Sartre-890x342
22 Οκτωβρίου 1964. Η Ακαδημία των Βραβείων Νόμπελ αποφασίζει να απονείμει το βραβείο λογοτεχνίας στον Jean-Paul Sartre.
 
Ο μεγάλος φιλόσοφος, λογοτέχνης και ακτιβιστής αρνείται το βραβείο και μετά τον Παστερνάκ γίνεται ο δεύτερος τιμώμενος που παγκόσμια απαρνείται αυτό που πολλοί λογοτέχνες πασχίζουν να αποκτήσουν την τιμή του Νομπελίστα. Βαθειά ταγμένος στην στρατευμένη τέχνη και κυρίαρχη μορφή στην αντιπροσώπευση του Μαρξισμού κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, ο Σαρτρ εξηγεί με απλά λόγια τα κίνητρα πίσω από την άρνησή του αυτή, σε δήλωσή του στον σουηδικό Τύπο στις 22 Οκτωβρίου, η οποία παρουσιάστηκε στη Le Monde σε γαλλική μετάφραση εγκεκριμένη από τον ίδιο τον Sartre.
 
Η ουσία των λεγόμενών του βρίσκεται στην άποψή του πως ο συγγραφέας δεν πρέπει να επιτρέπει στον εαυτό του να μεταβάλλεται σε θεσμό. Χαρακτηριστικά, κλείνει την δήλωσή του λέγοντας πως «δεν είναι το ίδιο να υπογράφω ως Jean–Paul Sartre και ως Jean–Paul Sartre, Nobel Prizewinner».