Τρίτη 9 Αυγούστου 2016

ΝΑ ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΜΕ ΜΕ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ Ή ΣΑΣ ΑΡΕΣΕΙ Ο ΜΠΑΧ;

τέχνηΓια­τί ε­μέ­να δε μου α­ρέ­σει. Δε μου α­ρέ­σει ού­τε ο Μπαχ, ού­τε –συλ­λή­βδην– ό­λοι οι λε­γό­με­νοι Κλα­σσι­κοί. Και δε μου α­ρέ­σουν, για­τί οι πε­ρισ­σό­τε­ροι α­πό δαύ­τους υ­πη­ρε­τού­σαν μια ζω­ή, σαν τον τε­λευ­ταί­ο α­ξιο­θρή­νη­το πα­ρα­κε­ντέ, τις Αυ­λές των βα­σι­λιά­δων. Για­τί έ­γλει­φαν την κα­του­ρη­μέ­νη πο­διά του κα­θε­μια­νού Μαι­κή­να. Για­τί συ­νέ­θε­ταν κα­τά πα­ραγ­γε­λί­α ύ­μνους και τρο­πά­ρια για τον …γλυ­κό μας τον Χρι­στού­λη, Ε­ΝΩ Η ΚΑΡ­ΔΙΑ ΤΟΥΣ ΑΛ­ΛΑ ΤΟΥΣ Ε­ΣΠΡΩ­ΧΝΕ ΝΑ ΓΡΑ­ΨΟΥΝ. Για­τί δη­μιουρ­γού­σαν μια Τέ­χνη που μο­να­δι­κό της προ­ο­ρι­σμό εί­χε να α­πο­δεί­ξει στον άν­θρω­πο πό­σο μι­κρός α­πέ­να­ντι στην ε­ξου­σί­α του …Θεί­ου ή­ταν. Για­τί α­ντάλ­λα­ζαν αυ­τό που η Φύ­ση και η μου­σι­κή τους παι­δεί­α τούς εί­χε δώ­σει για έ­να (φυ­σι­κά μα­­λα­μο­κα­πνι­σμέ­νο, τρο­μά­ρα τους) πιά­το φα­ΐ.

Και δε μου α­ρέ­σουν ό­λοι ό­σοι κά­νουν πα­ντιέ­ρα την τέ­χνη τους, το μυα­λό τους και τις ο­ποιεσ­δή­πο­τε ι­κα­νό­τη­τές τους για να α­ναρ­ρη­θούν στην κλί­μα­κα της δι­κιάς τους ε­ξου­σί­ας – ή α­πλώς (και α­κό­μη χει­ρό­τε­ρα) ε­ξου­σιού­λας. Δε γου­στά­ρω ό­σους ξε­κό­βουν, τά­χα­τες, α­πό το πό­πο­λο σκαρ­φα­λώ­νο­ντας σ’ έ­να συν­νε­φά­κι που τρι­γύ­ρω του πε­τά­νε, με ε­λα­φριά ζι­γκ-ζα­γκ, Έ­ρω­τες, Μού­σες, Μου­σί­τσες και α­σπαί­ρου­σες, ε­ξα­ϋ­λω­μέ­νες δε­σπο­σύ­νες.

Και, τέ­λος, δε τους γου­στά­ρω (μα κα­θό­λου!) ό­λους αυ­τούς, για­τί προ­δί­δουν ε­παί­σχυ­ντα τον α­πα­ρά­μιλ­λο τρό­πο που Α­ΝΕ­ΚΑ­ΘΕΝ εί­χε ο άν­θρω­πος για να εκ­φρα­στεί: για να ευ­χα­ρι­στή­σει τον ε­αυ­τό του, τους συ­ντρό­φους του, και «για να α­πα­λύ­νει τη ρο­ή του χρό­νου», που λέ­ει κι ο ποι­η­τής…

Για­τί η ΤΕ­ΧΝΗ ή η αι­σθη­τι­κή μας α­νά­γκη για ΕΚ­ΦΡΑ­ΣΗ, εί­ναι γεν­νη­μέ­νη σχε­δόν α­ντά­μα με τον άν­θρω­πο: εί­ναι κα­θα­ρό υ­πο­προ­ϊ­όν της ε­ξέ­λι­ξής του. Τη βλέ­που­με πα­ντού, α­κό­μα και στο πιο «πρω­τό­γο­νο» χω­ριου­δά­κι του Α­μα­ζο­νί­ου – στους οι­κι­σμούς των αυ­τό­χθο­νων Αυ­στρα­λών και Α­με­ρι­κα­νών και Ι­νού – στη Θρά­κη, στην  Ή­πει­ρο και στην Κρή­τη. Στα σο­κά­κια της Ου­ρου­γουά­ης που γέν­νη­σε το τάν­γκο. Στις φυ­τεί­ες του Μι­σι­σι­πή. Στην Αν­δα­λου­σί­α. Στη Σύ­ρα του Βαμ­βα­κά­ρη. Στις κορ­δέ­λες και στα ρού­χα και στα αγ­γεί­α και στις αυ­λές ό­λων του αν­θρώ­πων ό­που γης. Τη βλέ­που­με στα συρ­τά­ρια λο­γο­τε­χνών που δε θέ­λη­σαν να μοι­ρα­στούν τα «κέρ­δη» με τον εκ­δό­τη τους. Στα μπα­ού­λα μου­σι­κών που δεν κα­τα­δέ­χτη­καν να κό­ψου­νε μο­νέ­δα μα­ζί με τον προ­α­γω­γό/πα­ρα­γω­γό τους. Στους δρό­μους και στις γει­το­νιές. Στα πί­σω-πί­σω ρά­φια των βι­βλιο­πω­λεί­ων, μα­ζί με μπό­λι­κη ευερ­γε­τι­κή σκό­νη και σιω­πή. Στο χο­ρό και στο τρα­γού­δι δυο σω­μά­των. Τη βλέ­που­με σ’ έ­να σύν­θη­μα. Σ’ έ­να νεύ­μα. Τη βλέ­που­με πα­ντού – α­κό­μα και σε μια πρά­ξη α­πελ­πι­σί­ας, αυ­το­θυ­σί­ας ή α­πό­γνω­σης.

Η ΤΕ­ΧΝΗ πλημ­μυ­ρί­ζει ό­λη μας τη ζω­ή. Και α­πο­φεύ­γει ό­πως ο διά­ο­λος το λι­βά­νι τις δι­σκο­γρα­φι­κές ΤΟΥΣ ε­ται­ρεί­ες, τους εκ­δο­τι­κούς ΤΟΥΣ οί­κους, τα δι­κά ΤΟΥΣ θέ­α­τρα, τους δι­κούς ΤΟΥΣ κι­νη­μα­το­γρά­φους, τα δι­κά ΤΟΥΣ σκυ­λά­δι­κα, τα δι­κά ΤΟΥΣ μέ­γα­ρα, τα δι­κά ΤΟΥΣ πνευ­μα­τι­κά χει­ρουρ­γεί­α.

Μα­κρυά, λοι­πόν – μα­κρυά α­πό ο,­τι­δή­πο­τε αυ­το­α­να­γο­ρεύ­ε­ται «Τέ­χνη» (και, πα­ρε­μπι­πτό­ντως: μα­κρυά α­πό ο,­τι­δή­πο­τε αυ­το­α­να­γο­ρεύ­ε­ται …ο­τι­δή­πο­τε…). Μα­κρυά α­πό ό,τι πλα­σά­ρε­ται σαν πά­νω, σαν υ­πέρ, σαν πέ­ρα.

Η Τέ­χνη ή­ταν, α­πό τό­τε που θυ­μά­ται ο άν­θρω­πος, παι­δί της α­νά­γκης του, ό­χι θε­ρα­παι­νί­δα των ο­ρέ­ξε­ων κά­ποιου άλ­λου. Δεν ή­ταν ού­τε ο­ρυ­χεί­ο για εκ­με­τάλ­λευ­ση, ού­τε πορ­νείο για ξα­λά­φρω­μα. Και πο­τέ ο καλ­λι­τέ­χνης και ο α­πο­δέ­κτης της Τέ­χνης δεν ή­ταν τό­σο μα­κριά, πο­τέ δεν ή­ταν το­πο­θε­τη­μέ­νοι σε τό­σο δια­φο­ρε­τι­κά ε­πί­πε­δα.

Γι’ αυ­τό δε μου α­ρέ­σει ο Μπαχ. Για­τί τη θε­ο­τι­κή μου­σι­κή δεν την α­ντέ­χει το φυλ­λο­κάρ­δι μου. Για­τί βρο­μά­ει α­πό μα­κριά ε­ξου­σί­α, πα­λά­τι, α­για­στού­ρα και πο­μά­δα.

Γι’ αυ­τό δε μου α­ρέ­σουν τα ση­με­ρι­νά βακ­χεί­α: για­τί εί­ναι τό­ποι (πέ­ραν ό­λων των άλ­λων) α­πό­λυ­της και α­πύθ­με­νης οι­κο­νο­μι­κής και συ­ναι­σθη­μα­τι­κής εκ­με­τάλ­λευ­σης και α­πο­χαύ­νω­σης.
Γι’ αυτό δε μου αρέσει ο Μπαχ…

 …Αλλά, γαμώτο, ψοφάω για Μότσαρτ…
Κύριαξ
Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 5, Ιούλιος-Αύγουστος 2002

Πηγή: anarchypress

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου