Το 1966, ακριβώς πριν από πενήντα χρόνια, ο Μάρτιν Χάιντεγκερ, από τους σημαντικότερους φιλοσόφους στην ευρωπαϊκή ιστορία και κορυφαίος του 20ού αιώνα, δήλωνε την αγωνία του, αν μπορεί να υπάρξει πολιτικό σύστημα, και ποιο, ικανό να λειτουργήσει μέσα στον κόσμο που διαμορφώνει η ραγδαία εξελισσόμενη τεχνολογία, αυτονομημένη από τις ανθρώπινες ανάγκες, σαν αυτοσκοπός. «Πάντως το συμβατό με την καινούργια εποχή πολίτευμα δεν μπορεί να είναι η δημοκρατία».
Η δραματική, αγωνιώδης αυτή πρόβλεψη γινόταν, όταν δεν υπήρχαν ακόμα “προσωπικοί υπολογιστές” ούτε κινητά τηλέφωνα και η τηλεόραση ήταν ακόμα στα σπάργανα. Γεννούσε τότε στον Χάιντεγκερ πανικό το γεγονός και μόνο της αυτονομημένης από τις ανθρώπινες ανάγκες παραγωγής, η εξέλιξη των μέσων παραγωγής και της παραγωγής σαν αυτοσκοπός. Ηταν κιόλας φανερό ότι η τεχνολογία των μέσων και ο στόχος της παραγωγής δεν απέβλεπαν πια στην ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών. Οι ανθρώπινες ανάγκες υποτάσσονταν στην προτεραιότητα καταξίωσης της παραγωγής ως αυταξίας, αυτή η προτεραιότητα απαιτούσε και τη συνεχή τεχνολογική εξέλιξη των μέσων παραγωγής.
Ο Χάιντεγκερ διαπίστωνε, στη συνέντευξη του 1966, ότι η εξέλιξη της παραγωγικής τεχνολογίας διαστέλλει τον άνθρωπο από την παραγωγή, «τον ξεριζώνει από τη γη του, ενώ (έλεγε) σύμφωνα με την ανθρώπινη εμπειρία και Ιστορία, όσο εγώ τουλάχιστον γνωρίζω, κάθε τι ουσιαστικό και σημαντικό γεννήθηκε μόνο από το γεγονός ότι ο άνθρωπος είχε μια πατρίδα και ήταν ριζωμένος σε μια παράδοση».
Η παραγωγή ως αυταξία και η αδιάκοπη τεχνολογική εξέλιξη που την υπηρετεί, ταυτίστηκαν αξιωματικά με την «πρόοδο», τον «εκσυγχρονισμό», την προϋπόθεση «καλύτερης ζωής». Οι επιφυλάξεις, ο προβληματισμός, η περίσκεψη στιγματίστηκαν σαν γνωρίσματα «συντηρητισμού», «οπισθοδρομικότητας», στείρας ατολμίας. Ηταν περισσότερο από φανερό ότι, με τη βοήθεια της ραγδαία εξελισσόμενης τεχνολογίας, η παραγωγή, αυτονομημένη από τις ανθρώπινες ανάγκες, υπηρετούσε ιδιωτικά, όχι κοινωνικά, συμφέροντα, αύξανε κατακόρυφα το κέρδος ιδιωτών, ιδιοκτητών των μέσων παραγωγής.
Οταν αυτό φτάσει να συμβαίνει, η δημοκρατία είναι «εκ των πραγμάτων» ή «εξ ορισμού» ανέφικτη.
Παύουν να αποφασίζουν οι πολίτες για τις ανάγκες τους, χάνεται η ίδια η συνείδηση-επίγνωση των αναγκών τους. Για τις ανάγκες των πολιτών αποφασίζουν οι «αγορές». Και οι διαχειριστές των κοινών (οι ακόμα επονομαζόμενοι «πολιτικοί») διεκπεραιώνουν απλώς τα συμφέροντα των αγορών.
Η διορατική πρόγνωση του Χάιντεγκερ επαληθεύεται με πολλήν ευκρίνεια σήμερα. Ισως όχι παντού – υπάρχουν ακόμα κοινωνίες, όπου η παντομίμα της «αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας» σώζει ακόμα τόσες επιφάσεις, ώστε να ξεγελάει όχι μόνο τους αφελείς και τους επιπόλαιους. Πάντως, από τις εμφατικές επαληθεύσεις είναι η περίπτωση της ελλαδικής πολιτείας. Ισως επειδή συνδυάζει την κατάλυση της δημοκρατίας τόσο με την άσκεφτη και ανεξέλεγκτη (γι’ αυτό και ενθουσιώδη) παραδοχή του ηγεμονικού ρόλου της «παραγωγικής» τεχνοκρατίας όσο και με τον μακροχρόνιο βυθισμό στη μειονεξία του μεταπρατισμού και μιμητισμού.