Του Σταύρου Παναγιωτίδη

Η τεχνοκρατική αντίληψη της πολιτικής και τα συστατικά της έφτιαξαν λοιπόν ένα πολύ εύφορο έδαφος για την ανάπτυξη της Χρυσής Αυγής, με την υποβάθμιση των ζητημάτων δημοκρατίας και ιδεολογίας

Την ημέρα των εκλογών του 2004 βρέθηκα, ως εκλογικός αντιπρόσωπος, να συζητώ με έναν εκπρόσωπο του ΠΑΣΟΚ. Μια φράση του συμπύκνωσε το περιεχόμενο της ιδεολογικής ηγεμονίας που είχε εδραιωθεί στην ελληνική κοινωνία. «Δεν έχει σημασία για τον πολιτικό η ιδεολογία του. Σημασία έχει να μπορεί να λύνει προβλήματα!». Ήταν τα χρόνια του «εκσυγχρονισμού». Η άνοδος του Κώστα Σημίτη στην εξουσία το 1996 σηματοδότησε την προσχώρηση της σοσιαλδημοκρατίας στον ιδεολογικό χώρο της Δεξιάς, τον νεοφιλελευθερισμό. Για να εξυπηρετηθεί αυτό το σβήσιμο των ιδεολογικών διαχωριστικών γραμμών, οι ταξικές και κοινωνικές αναφορές της πολιτικής εξαφανίστηκαν και αυτό που έμενε ήταν ένας νέος λαϊκισμός, όχι του παραδοσιακού χαρισματικού πολιτικού των μπαλκονιών, αλλά του καλού τεχνοκράτη πολιτικού, του ειδικού που κατέχει τις αντικειμενικές γνώσεις και είναι σε θέση να λύνει τα προβλήματα, πέρα από ιδεολογίες και άλλα τέτοια “παρωχημένα”.

Έτσι, η ελληνική κοινωνία έθεσε τους νέους μεγάλους στόχους. Την ΟΝΕ και τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Και για κανέναν από τους δύο δεν ρωτήθηκε και έμαθε να μην την πειράζει αυτό. Βρέθηκε ξαφνικά να έχει συμφωνήσει μαζί τους, ως αυτονόητα, μέσα από την προπαγάνδα των ΜΜΕ και να τους υπηρετεί, χωρίς να σκέφτεται πως το δημοκρατικό της δικαίωμα και καθήκον ήταν να ενημερωθεί για αυτούς, πριν τους υποστηρίξει. Μαζί με αυτά, ως απαραίτητο στοιχείο για το «εκσυγχρονιστικό» αναπτυξιακό όραμα, ήρθε η γιγάντωση μιας κουλτούρας καταναλωτισμού αλλά και εύκολου πλουτισμού που κυριάρχησε με την άνοδο του χρηματιστηρίου. Αυτά έφτιαξαν ένα πνεύμα έντονου ατομισμού, για πρώτη φορά σε τέτοιο βαθμό στην ελληνική κοινωνία. Κοντά σε αυτά ήρθε και ο πολλαπλασιασμός των life style περιοδικών που πρόβαλαν ένα συγκεκριμένο πρότυπο του πετυχημένου (οικονομικά και καταναλωτικά) άντρα, το οποίο επιβαλλόταν καθολικά. Δεν είναι τυχαίο πως ο Πέτρος Κωστόπουλος, κύριος εκδότης περιοδικών αυτού του είδους, ήταν από τους βασικούς υποστηριχτές του Σημίτη και του δόγματός του. Και το 2000, όταν η χώρα μας έδωσε γη και αέρα για να βομβαρδίζεται η Σερβία από το ΝΑΤΟ, ο σημιτικός εκσυγχρονισμός έβγαλε από το καπέλο το νέο σύνθημα «Πρώτα η Ελλάδα!», προσπαθώντας έτσι να αδρανοποιήσει ένα από τα βασικά ιδεολογικά χαρακτηριστικά των Ελλήνων, τον φιλειρηνισμό τους, και να τους εξοικειώσει με τον σκληρό και στυγνό ωφελιμισμό. Όλα τα παραπάνω δεν χρειάζονταν κάποιο περίσσευμα ιδεολογίας για να εξυπηρετηθούν, καμία έγνοια για τη δημοκρατία, απεναντίας τους ήταν εχθρικά. Και η ελληνική κοινωνία έμαθε να τα βλέπει ως γραφικά και παρωχημένα και να μην έχει καμία ευαισθησία για αυτά. Γιατί χαλούσαν το πάρτυ του ατομικού καταναλωτικού ονείρου.