
Μπέρτολντ Χούμπερ, πρόεδρος μεταλλεργατών: «Για τον Θεό, πέρυσι είχαμε από τα μεγαλύτερα κέρδη στην ιστορία. Υπό συνθήκες όπως αυτές, θα πρέπει να αντιμετωπίζουμε τους ανθρώπους αξιοπρεπώς και δίκαια.»
Το ότι η μεταπολεμική ανοικοδόμηση της -τότε Δυτικής- Γερμανίας οφείλεται στην αμέριστη υλική βοήθεια της Δύσης είναι γνωστό. Εκείνο για το οποίο δεν γίνεται πολύς λόγος είναι το πού οφείλεται η εξαιρετική αντοχή τής -ενιαίας πλέον- Γερμανίας στην σοβούσα καπιταλιστική κρίση, κατά την διάρκεια της οποίας μάλιστα έχει να παρουσιάσει μερικά αξιοθαύμαστα επιτεύγματα όπως π.χ. η μείωση του επίσημου ποσοστού ανεργίας στο ιστορικά χαμηλό 3,9% τον Δεκέμβριο του 2016. Είναι όντως παράδοξο το γεγονός ότι όλοι μιλούν για ένα σύγχρονο γερμανικό οικονομικό θαύμα αλλά κανείς δεν τολμάει να πει ότι θαύματα δεν γίνονται και να δώσει κάποια λογική εξήγηση.
Γνωρίζοντας ότι ξύνομαι στην γκλίτσα τού τσοπάνη, θα τολμήσω να πω ότι ακρογωνιαίος λίθος τού γερμανικού «θαύματος» είναι η αύξηση της φτώχειας και της ανισότητας. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και ο Spiegel διαπιστώνει: «Χώρες από όλον τον κόσμο ζηλεύουν την οικονομική επιτυχία της Γερμανίας και την βλέπουν ως πρότυπο. Όμως, μια πιο προσεκτική ματιά αποκαλύπτει μια πολύ πιο ζοφερή πραγματικότητα. Μόνο λίγοι επωφελούνται από την οικονομική έκρηξη, την ώρα που οι μισθοί μένουν στάσιμοι και οι επισφαλείς συνθήκες εργασίας δυσκολεύουν εκατομμύρια ανθρώπων να τα βγάλουν πέρα (…) Ο κόσμος της εργασίας είναι αποδιοργανωμένος. Από την μια, υπάρχουν διευθυντικά στελέχη, ειδικοί και μέλη του βασικού εργατικού δυναμικού, οι οποίοι επωφελούνται από το ότι σπανίζουν οι καλά εκπαιδευμέοι εργαζόμενοι. Από την άλλη, είναι μια δεξαμενή εργαζομένων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ανάλογα με τις ανάγκες και μετά να απολυθούν, μέσω ειδικών συμβάσεων μερικής ή προσωρινής απασχόλησης. Πολλοί απ’ αυτούς εργάζονται εκτός των διατάξεων των συλλογικών διαπραγματεύσεων». (*)
Όλα άρχισαν στα τέλη της δεκαετίας τού 1980, με την προσάρτηση (**) της Γερμανικής Λ.Δ. στην Δυτική (Ομοσπονδιακή) Γερμανία. Η λεηλασία τής περιουσίας της προσαρτώμενης χώρας γέννησε στρατιές άνεργων γερμανών, οι οποίοι απετέλεσαν μια θαυμάσια δεξαμενή φτηνών και -κυρίως- μη συνδικαλισμένων εργατών, πρόθυμων να δουλέψουν για ψίχουλα, προκειμένου να επιβιώσουν σε συνθήκες πρωτόγνωρες γι’ αυτούς. Φυσικά, το γερμανικό κεφάλαιο χρησιμοποίησε αυτό το φτηνό εργατικό δυναμικό ως μοχλό για να συμπιέσει την αμοιβή της εργασίας και τα εργατικά δικαιώματα σε ολόκληρη την χώρα. Το συγκεκριμένο σκηνικό ευνοήθηκε και από την αποπληθωριστική πολιτική που υιοθέτησε τότε η Μπούντεσμπανκ (και κατόπιν, βεβαίως, η ΕΚΤ), η οποία είχε ως στόχο την σταθεροποίηση του επιχειρησιακού κόστους ώστε να ενισχυθούν οι εξαγωγές. Τελικό αποτέλεσμα όλης αυτής της σκηνοθεσίας ήταν η μείωση της πραγματικής αμοιβής τής εργασίας, η οποία υπολογίζεται σε 4,5% μόνο κατά την προηγούμενη δεκαετία.