Το σωτήριο έτος 1989 το τείχος που χώριζε στα δύο μια παλιά αυτοκρατορική πρωτεύουσα και μια χώρα που προκάλεσε με την πολιτική της δύο παγκόσμιους πολέμους μέσα σε μόλις τριάντα χρόνια κατέρρευσε από το πλήθος του κόσμου που μαζικά αγνόησε τις μέχρι εκείνη την στιγμή απειλές και απαγορεύσεις.
Είχε προηγηθεί η πιστοποίηση της ανικανότητας και της απροθυμίας της ακόμα και τότε υπερδύναμης να παρέμβει δυναμικά στην ανατολική Ευρώπη.
Η Μόσχα δια του Γκορμπατσώφ και της περίφημης «περεστρόικα» είχε αποδεχτεί και διαλαλήσει στα πέρατα της οικουμένης την αδυναμία της να ανταποκριθεί στον ρόλο του αντίπαλου δέους του καπιταλισμού και, ουσιαστικά, είχε δώσει το πράσινο φως στους Γερμανούς να προχωρήσουν σε αυτό που λίγα χρόνια νωρίτερα φαινόταν εντελώς αδιανόητο και απίθανο.
Οι Γερμανοί προχώρησαν στην επανένωση, κάνοντας απανωτά λάθη και χωρίς καμία απολύτως μεθοδικότητα, βάζοντας σε θανάσιμο κίνδυνο την οικονομία τους.
Άλλαξαν λοιπόν πάρα πολύ νωρίς, και με λάθος ισοτιμία το ανατολικογερμανικό με το δυτικογερμανικό μάρκο.
Από οικονομική άποψη, η ισοτιμία των δύο νομισμάτων θα έπρεπε να ήταν 1 προς 7, αλλά για καθαρά πολιτικούς λόγους -και εξαιτίας της δίψας του Κολ να μπει στο πάνθεο των ηρώων της Γερμανικής ιστορίας-, η ανταλλαγή έγινε με την εξωφρενική ισοτιμία ένα προς ένα, γεγονός που οδήγησε στην τρομακτική υπερτίμηση του ανατολικογερμανικού νομίσματος, με αποτέλεσμα την κατάρρευση των επιχειρήσεων στο ανατολικό τμήμα της χώρας, τα προϊόντα των οποίων δεν έβρισκαν πλέον αγορές.
Έτσι, χιλιάδες επιχειρήσεις έκλεισαν και η ανεργία στην πρώην Λ.Δ.Γ άγγιξε επίπεδα μνημονιακής Ελλάδας.
Στο πρώτο αυτό λάθος προστέθηκε κι ένα δεύτερο ακόμα μεγαλύτερο, αφού το υψηλού επιπέδου και κόστους σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων της Δυτικής Γερμανίας τέθηκε μέσα σε ένα βράδυ σε ισχύ και στην πρώην Ανατολική Γερμανία εκεί που οι εισφορές των πολιτών σε αυτό υπήρξαν πριν μηδενικές.
Τα δισεκατομμύρια μάρκα που διοχετεύτηκαν σε αυτήν την τρύπα λίγο έλειψε να τινάξουν το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας στον αέρα.
Στα παραπάνω προστέθηκε και η σχετικά γρήγορη εξομοίωση των μισθών στο ανατολικό με το δυτικό κομμάτι, γεγονός που υπονόμευσε ακόμα περισσότερο την βιωσιμότητα των ανατολικογερμανικών επιχειρήσεων και αύξησε την ανεργία.
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ήρθαν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές των Κολ και Σόιμπλε, τότε υπεύθυνου για την «αξιοποίηση της περιουσίας της πρώην Ανατολικής Γερμανίας» για να δέσει το γλυκό.
Μονάχα να σκεφτεί κανείς τον τρόπο με τον οποίο ο Σόιμπλε αντιμετώπισε τους ομοεθνείς του και μπορεί σχεδόν να συγκινηθεί με τον ουμανισμό και την αβρότητα με την οποία αντιμετώπισε τους γκιαούρηδες του Ευρωπαϊκού νότου.
Κι έτσι περίπου την εποχή που έπεφταν οι τίτλοι του τέλους για την Σοβιετική Ένωση, η οικονομία της Γερμανίας έμοιαζε με μια μπουκωμένη ατμομηχανή έτοιμη να εκραγεί και να παρασύρει στην καταστροφή και την δυτική Ευρώπη μαζί με την ΕΕ.
Το κόστος της επανένωσης άλλωστε έφτανε τα 3 τρισεκατομμύρια και η Γερμανία δεν έδειχνε ικανή να τα πληρώσει.
Τότε εμφανίστηκε ξανά ως από μηχανής θεός στο πολιτικό προσκήνιο η σοσιαλδημοκρατία, το SPD και ο τότε αρχηγός του ο Σρέντερ.