Η κυβέρνηση, όπως είναι γνωστό, «χαλάρωσε» τα capital controls για χάρη της Εκκλησίας. Θα προξενούσε έκπληξη, αν δεν ήταν μόνο το τελευταίο κεφάλαιο σε μια μακρά λίστα ευνοϊκών ρυθμίσεων υπέρ του κλήρου, που στην περίοδο της κρίσης έχουν καταντήσει προκλητικές
Ο «χορός» των ευνοϊκών φορολογικών ρυθμίσεων υπέρ του κλήρου ξεκινάει το 1997, όταν η κυβέρνηση Σημίτη απαλλάσσει την Εκκλησία της Ελλάδας από την υποχρέωση καταβολής του Φόρου Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας. Ίσως όμως αυτό να είναι πταίσμα μπροστά στην επόμενη παρόμοια νομοθετική παρέμβαση της ίδιας περιόδου, που κατήργησε μια εκκλησιαστική υποχρέωση σχεδόν 60 ετών.
Το 1945 θεσπίστηκε για πρώτη φορά η εισφορά της Εκκλησίας στο ελληνικό κράτος, ως αντάλλαγμα για την κάλυψη της κρατικής δαπάνης για τη μισθοδοσία των κληρικών. Συγκεκριμένα οριζόταν η καταβολή του 25% των ακαθάριστων εσόδων της Εκκλησίας στον κρατικό προϋπολογισμό, ποσοστό που αργότερα ανέβηκε στο 35%. Είναι εξαιρετικά αμφίβολο το αν η εισφορά ανταποκρινόταν στα πραγματικά δεδομένα, κάτι που οδήγησε την κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ τον Ιανουάριο του 2004 να τη χαρακτηρίσει «αναποτελεσματική». Μόνο που αντί να την τροποποιήσει ή να εγκαταστήσει ελεγκτικούς μηχανισμούς και ενόψει τον εκλογών το Μάρτιο εκείνης της χρονιάς, η κυβέρνηση την κατήργησε εντελώς. Η κατάργηση της υποχρεωτικής εκκλησιαστικής εισφοράς προβλέπεται από το άρθρο 15 του ν. 3220/2004 και υπογράφεται από τους τότε υπουργούς Τσοχαντζόπουλο, Ρέππα, Χριστοδουλάκη, Ευθυμίου, Πετσάλνικο, Σκανδαλίδη και Βερελή.
του Θάνου Καμήλαλη
Κι όμως, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, οι «ιερές» φοροαπαλλαγές είναι σχετικά καινούριο φαινόμενο , που ισχύει εδώ και λιγότερο από δύο δεκαετίες κι εντάθηκε μετά το 2004. Όσο μάλιστα η υπερφορολογία παρασύρει όλο και μεγαλύτερα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας, αυτές μεγαλώνουν και το «ταμπού» στις σχέσεις εκκλησίας - κράτους για το οποίο έγραφε από το 2011 η Le Monde κυριαρχεί.
Η διάταξη του 1945 και ο «αρχηγός κράτους»
Κι όμως, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, οι «ιερές» φοροαπαλλαγές είναι σχετικά καινούριο φαινόμενο , που ισχύει εδώ και λιγότερο από δύο δεκαετίες κι εντάθηκε μετά το 2004. Όσο μάλιστα η υπερφορολογία παρασύρει όλο και μεγαλύτερα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας, αυτές μεγαλώνουν και το «ταμπού» στις σχέσεις εκκλησίας - κράτους για το οποίο έγραφε από το 2011 η Le Monde κυριαρχεί.
Η διάταξη του 1945 και ο «αρχηγός κράτους»
Ο «χορός» των ευνοϊκών φορολογικών ρυθμίσεων υπέρ του κλήρου ξεκινάει το 1997, όταν η κυβέρνηση Σημίτη απαλλάσσει την Εκκλησία της Ελλάδας από την υποχρέωση καταβολής του Φόρου Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας. Ίσως όμως αυτό να είναι πταίσμα μπροστά στην επόμενη παρόμοια νομοθετική παρέμβαση της ίδιας περιόδου, που κατήργησε μια εκκλησιαστική υποχρέωση σχεδόν 60 ετών.
Το 1945 θεσπίστηκε για πρώτη φορά η εισφορά της Εκκλησίας στο ελληνικό κράτος, ως αντάλλαγμα για την κάλυψη της κρατικής δαπάνης για τη μισθοδοσία των κληρικών. Συγκεκριμένα οριζόταν η καταβολή του 25% των ακαθάριστων εσόδων της Εκκλησίας στον κρατικό προϋπολογισμό, ποσοστό που αργότερα ανέβηκε στο 35%. Είναι εξαιρετικά αμφίβολο το αν η εισφορά ανταποκρινόταν στα πραγματικά δεδομένα, κάτι που οδήγησε την κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ τον Ιανουάριο του 2004 να τη χαρακτηρίσει «αναποτελεσματική». Μόνο που αντί να την τροποποιήσει ή να εγκαταστήσει ελεγκτικούς μηχανισμούς και ενόψει τον εκλογών το Μάρτιο εκείνης της χρονιάς, η κυβέρνηση την κατήργησε εντελώς. Η κατάργηση της υποχρεωτικής εκκλησιαστικής εισφοράς προβλέπεται από το άρθρο 15 του ν. 3220/2004 και υπογράφεται από τους τότε υπουργούς Τσοχαντζόπουλο, Ρέππα, Χριστοδουλάκη, Ευθυμίου, Πετσάλνικο, Σκανδαλίδη και Βερελή.