Τρίτη 12 Δεκεμβρίου 2017

Το τελευταίο εξώδικο

«Έλα Αλέξη, ηρέμησε, το ξέρω ότι τον αγαπούσες. Κι ας μη γούσταρες όλους αυτούς της παρέας του. Στο κάτω-κάτω, όσο μπορούσες να τον βοηθήσεις, όταν είχε ανάγκη, τον βοήθησες».

Ήταν τα λόγια παρηγοριάς της γυναίκας μου, για ένα νέο που με είχε συγκλονίσει.

«Αισθάνομαι τύψεις. Για αυτά, που έγραψα» της είπα. «Όχι ότι τον κακολόγησα» συνέχισα, «αλλά να, για τον χλευασμό εκείνης της γελοίας δεξίωσης στο μεγάλο Club των Βορείων Προαστίων, μετά τα βαφτίσια του παιδιού του, του Ιάσονα. Και ήμασταν και εμείς καλεσμένοι. Θυμάσαι;»

«Ναι, Θυμάμαι. Ήταν μια αξέχαστη βραδιά» μου απάντησε. «Και εσύ βρε αθεόφοβε, τι ήθελες να γράψεις, σε αυτόν τον Πιτσιρίκο, για την Κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας; Ορίστε, τι κατάλαβες; Πέθανε ο άνθρωπος. Και θα το έχεις βάρος στη συνείδηση σου, έτσι που διακωμώδησες όλη την δεξίωση».

«Είσαι στα καλά σου;» της είπα νευριασμένος. «Εγώ τον πέθανα; Άλλοι είναι οι υπαίτιοι, γυναίκα. Ξύπνα! Τον φάγανε οι καιροί και οι ισχυροί του φίλοι».

«Μα, για ποιόν μιλάς επιτέλους;» θα αναρωτηθεί ο αδαής αναγνώστης, περιμένοντας να διαβάσει άλλη μια ελαφριά ιστορία με ρεμάλια και χαζογκόμενες.

Για ένα φίλο γράφω, παιδιά. Μα την φορά αυτή, η ιστορία έχει τέλος θλιβερό.

Ένας φίλος, λοιπόν, και πελάτης, ο πατέρας του Ιάσονα -τώρα ετοιμάζεται να πάει στο Γυμνάσιο το παιδί- πέθανε πριν λίγες μέρες ξαφνικά, ενώ καθόταν στο σαλόνι του σπιτιού του.

Στην αγαπημένη του καρέκλα, αυτή που τον ανακούφιζε από τους πόνους της πλάτης. Μία δερμάτινη Le Corbusier.

Στη βεράντα του βρισκόταν, καπνίζοντας το υστερνό του πούρο και πίνοντας το αγαπημένο του cocktail. Ένα Campari soda.

Εκεί, στο υπαίθριο bamboo σαλόνι, δίπλα ακριβώς στην πισίνα μιας μονοκατοικίας στην Εκάλη, τον βρήκε η γυναίκα του, επιστρέφοντας από γνωστό Club της περιοχής. Ήταν νωρίς απόγευμα, μιας περασμένης Κυριακής.

Αν και με την σύζυγο του φίλου και πελάτη μου οι σχέσεις μου δεν ήταν οι καλύτερες, με τον πατέρα του Ιάσoνα, μας είχαν ενώσει τα πρώτα βήματα των διαδρομών μας.

Ίδιες οι γειτονιές που ξεκινήσαμε. Ίδια τα όνειρα και οι φιλοδοξίες μας.

Μα, στην πορεία, οι κοινωνικοί μας δρόμοι χώρισαν.

Γιατί, εκείνος προικισμένος με το χάρισμα της επικοινωνίας και της προσέγγισης ισχυρών οικονομικών παραγόντων, είχε καταφέρει μέχρι τα μέσα του 2000 να δημιουργήσει μια αξιοσέβαστη περιουσία.

Σε αντίθεση με εμένα, που, μια σειρά από επιχειρηματικές πρωτοβουλίες, δεν είχαν την ανάλογη κατάληξη.
«Το λάθος σου, Αλέξη» μου έλεγε τότε, πριν από πολλά χρόνια, που με έβλεπε να βολοδέρνω, «είναι ότι δεν βρέθηκες ποτέ με τους σωστούς ανθρώπους. Βλέπεις εμένα; Χάρη στον τραπεζίτη, τον Ιωάννη Θ., άφησα πίσω τις σκοτούρες της καθημερινότητας ενός εργοστασίου. Μπήκα στην χρηματιστική οικονομία. Τα κεφάλαιά μου κάθε χρόνο αυγατίζουν. Οι μετοχές, του κουμπάρου μου, του ΚΚ, συνεχώς ανεβαίνουν. Η αξιοποίηση πληροφοριών για μετοχές εταιρειών που γνωρίζεις τους ιδιοκτήτες τους -και στα λένε από πρώτο χέρι- οι συμμετοχές στις αυξήσεις του μετοχικού κεφαλαίου τραπεζών με ξένα κεφάλαια, που σου δανείζουν οι ίδιες οι τράπεζες, η διαμεσολάβηση σε αγοραπωλησίες ακινήτων και επιχειρήσεων, αυτές είναι οι σύγχρονες business, Αλέξη».

Η γυναίκα μου, όταν τον άκουγε, του έδινε δίκιο.

«Εσύ να τα βλέπεις αυτά, Αλεκάκο» μου έλεγε.

Και ζοχαδιαζόμουν, που με έλεγε Αλεκάκο. Νόμιζα, ότι προσπαθούσε να με υποτιμήσει με αυτό το γαμημένo υποκοριστικό του Αλέξη. Με κάνα δύο απανωτά βρισίδια που πέσανε, και σταμάτησε από τότε να με λέει Αλεκάκο.

Δεν βαριέσαι αδελφέ! Τα ζευγάρια τσακώνονται, πλακώνονται, οι πιο οξύθυμοι ρίχνουν και καμία σφαλιάρα -εγώ είμαι αριστερός και δεν βαράω- αλλά στο τέλος πάντα τα βρίσκουν.

Οι φίλοι όμως;

«Ο φίλος τον φίλο, εν πόνοις και κινδύνοις γιγνώσκει» λέει το αρχαίο γνωμικό, που μάθαμε στην Πρώτη Γυμνασίου από τα κείμενα Αρχαίων Ελληνικών του Ζούκη.

Και τον πατέρα του Ιάσονα, τον γνώρισα, σαν άνθρωπο περισσότερο, στα χρόνια που ακολούθησαν την μεγάλη κρίση του 2008. Τότε που μας ένωσαν ξανά οι δυσκολίες της εποχής και οι κοινοί στόχοι να βγούμε αλώβητοι από την λαίλαπα, που βλέπαμε να έρχεται καταπάνω μας.

Μέχρι τότε, σπάνια τον έβλεπα. Είχα τελειώσει, σαν μηχανικός, από το 2002 ένα έργο που του είχα αναλάβει, αλλά είχαμε διατηρήσει την επαφή μας. Όταν τύχαινε να τον πετύχω, ήταν πάντα βιαστικός.

-Θα τα πούμε κάποια άλλη φορά, Αλέξη. Με περιμένουν στην Τράπεζα. Υπογράφω νέο deal για την αγορά μετοχών της. Χωρίς να βάλω ούτε ένα ευρώ. Με μόνη εγγύηση την υπογραφή μου. Τι γίνεσαι εσύ; Ακόμη παιδεύεσαι με τα ενεργειακά; Ρε, είσαι στα καλά σου που μπλέκεις με τα απόβλητα; Μη μου πεις ότι θέλεις να γίνεις βιομήχανος. Χα, χα… Εδώ, ρε, ο Πρόεδρος του ΣΕΒ πούλησε την βιομηχανία του και έχει κάνει επενδυτικό fund. Εσύ ακόμη προσπαθείς με άδειες και εγκαταστάσεις; Τα έμαθες, έτσι; Εγώ, το εργοστάσιο με τα μηχανήματα, το μοσχοπούλησα. Φόρτωσα και σε ένα μ@λάκα εκατόν είκοσι ανθρώπους και δουλεύω με μια γραμματέα, ένα pc και το κινητό μου. Αλλάξανε οι εποχές, Αλέξη. Στα είχα πει και την προηγούμενη φορά που σε είχα δει. Άντε, φεύγω τώρα. Να ξέρεις ρε, ότι σε αγαπάω. Και που είσαι; Να βρεθούμε».

Δεν ήταν, όμως, εύκολο να βρεθούμε. Μόνο σε κάτι γιορτές τηλεφωνούσε ο ένας στον άλλον η κάποια βράδια που συναντιόμασταν σε μια ταβέρνα στα Καμίνια, είχαμε την ευκαιρία να τα πούμε. Όταν η συζήτηση ξέφευγε από τις νεανικές μας αναμνήσεις και περνούσε στο τι κάνουμε σήμερα, βλέπαμε πόσο πολύ μπροστά, επαγγελματικά και κοινωνικά, είχε προχωρήσει.

Οι άνθρωποι, που ήταν δίπλα του, χωρίς να εξαιρούμαι εγώ, τον θαυμάζαμε και τον παραδεχόμασταν. Είχε καταφέρει να ξεφύγει από την μετριότητα των υπολοίπων της παρέας μας, χωρίς να αλλάξει η συμπεριφορά του απέναντι στους φίλους του.

Μπορεί να μπαινόβγαινε με άνεση στα καλύτερα σπίτια και σκάφη, αλλά δεν ένοιωθε άσχημα, όταν ερχόταν μαζί μας στις παλιές γειτονιές.

Όταν μπορούσε να βοηθήσει, βοηθούσε. Στις δουλειές που μπλεκόταν, αν μπορούσε να χώσει κανένα φίλο του μέσα, τον έχωνε.

Κατάφερε έτσι, ο πατέρας του, να δημιουργήσει μεγάλη περιουσία. Και φυσικά, να ζει ξέγνοιαστα.

Βρόμικες δουλειές, μόνος του και εν γνώσει του, δεν έκανε. Σε βρομοδουλειές, όμως, που τον έμπλεκαν οι «μεγάλοι» φίλοι του, δεν υπήρχε περίπτωση να μην είναι μέσα.

Να πεις ότι ήταν συνειδητά ανέντιμος και καταλάβαινε τις απάτες στις οποίες ήτανε χωμένος μέσα, μπα δεν ήτανε τέτοιος άνθρωπος. Και ανάθεμα αν καταλάβαινε σε τι παιγνίδια χωνόταν κάθε φορά μέσα.

Ε, τότε; Πώς στον διάολο, θα ρωτήσει κάποιος, ήταν μπλεγμένος σε όλα τα μεγάλα εμπορικά, τραπεζικά η χρηματιστηριακά κόλπα;

Η απάντηση είναι, από καθαρή αφέλεια και άγνοια κινδύνου. Και, πάνω από όλα, της ευπιστίας στα λόγια των οικονομικά ισχυρών φίλων του, που τον χρησιμοποιούσαν σαν βαποράκι για τις δικές τους τις δουλειές.

Αν κανείς, με αυτά τα λίγα που έχει διαβάσει, απορεί πως είχε καταφέρει να ανέβει τόσο ψηλά και να μπει σε κύκλους που δύσκολα σε βάζουν μέσα, τα μυστικά της επιτυχίας του ήταν δύο.

Πρώτο και κύριο, ήταν επικοινωνιακός. Ήξερε να πλασάρει τον εαυτό του. Χωρίς να υπερβάλλει σε αυτά που έλεγε, χωρίς να γλείφει, και χωρίς καμία εξωτερική υποστήριξη, κέρδιζε εύκολα την συμπάθεια και την εμπιστοσύνη των άλλων.

«Καλά, ρε φίλε» θα απορήσει κάποιος άλλος, «μόνο με το προσόν της επικοινωνίας έφτιαξε την περιουσία του; Μόνο με αυτό;»

Ε, όχι βέβαια. Ήταν χαρισματικός και στην αξιοποίηση ή τις πωλήσεις, προϊόντων η υπηρεσιών. Του αρκούσε μια ώρα ενημέρωση για ένα προϊόν ή ένα project και σε λίγο σου πρότεινε πώς να στήσεις μια δουλειά και σε ποιόν πρέπει να απευθυνθείς. Και το βασικότερο, βέβαια, αυτό που θα δημιουργούσε, ήξερε σε ποιόν πρέπει να το πουλήσει για να βγει κέρδος.

Έτσι, είχε καταφέρει να πουλάει από χημικά μέχρι λογισμικό υπολογιστών.

Από μετοχές μη εισηγμένων εταιρειών, μέχρι έτοιμες offshore που ήταν μέτοχος σε εισηγμένη.

Από δικαιώματα ανάληψης έργων στην Σαουδική Αραβία, μέχρι υπεργολαβίες μετακόμισης ασθενών από εμπόλεμες ζώνες της Λιβύης.

Να πεις ότι έκανε τον μεσίτη, δεν τον έκανε. Το νταβατζιλίκι και την μεσιτεία τα απεχθανόταν.

Ήξερε να στήνει επιχειρήσεις, τις οποίες άφηνε να διαχειριστούν οι λογιστές και οι δικηγόροι των νέων -κάθε φορά- συνεργατών του.

Ξεκινούσε από το μηδέν, πουλούσε πάντα με κέρδος, και έμπαινε συνέχεια σε άγνωστα χωράφια. Η επιστήμη του, μηχανικός ήτανε, δεν τον ενδιέφερε. Μηχανικούς άλλωστε, σαν κι εμένα, εύρισκε για να υλοποιεί τα projects του.

Ε, με το χάρισμα αυτό, της δημιουργίας, στα πρώτα του βήματα δεν χρειάστηκε και πολύ χρόνο για να καταφέρει να φτιάξει μια μεγάλη εμποροβιομηχανική εταιρεία.

Πώς; Αναλαμβάνοντας να προωθήσει τα μηχανήματα που έφτιαχνε ένα μικρό μηχανουργείο του Πειραιά.

Πήρε μηχανικούς και σχεδιαστές που βελτίωσαν το μηχάνημα. Το παρουσίασε σε εκθέσεις, βρήκε χρηματοδότες που τον εμπιστεύτηκαν και κέρδισαν, γιατί τα χρήματα που πήρε τα έριξε μέσα στην δουλειά.

Και σε δέκα χρόνια είχε καταφέρει να μετατρέψει ένα μαγαζάκι σε μια διεθνή εταιρεία με γραφεία στο Λονδίνο και αντιπροσώπους σε όλο τον κόσμο.

Όλα αυτά τα πέτυχε, τα χρόνια που ο μακαρίτης ήταν ανακατεμένος με πραγματικές δουλειές.

Τότε που έκανε ο ίδιος διαχείριση και μάζευε ακόμη και τις πεταμένες βίδες.

Τα πράγματα άλλαξαν αφότου καθιερώθηκε στην διεθνή αγορά και συνάντησε τον βραβευμένο μεγαλοεπιχειρηματία ΚΚ.

Αυτός τον πάντρεψε και η γυναίκα του ΚΚ βάφτισε τον Ιάσονα.

Αυτός του σύστησε και τον τραπεζίτη Ιωάννη Θ.

Αυτοί, τραπεζίτης και ΚΚ, του πρότειναν, λίγα χρόνια μετά την δεξίωση της βάφτισης, να πουλήσει το εργοστάσιο και να τοποθετήσει τα χρήματα που πήρε σε εταιρικές συμμετοχές.

Και η παρέα μαζί τους, οι νέες του γνωριμίες και το κρυφό ψώνιο της γυναίκας του, άλλαξαν και τη ζωή του φίλου μας.

Ο πατέρας του Ιάσονα- στα χρόνια της ευημερίας- το ένα Σαββατοκύριακο βρίσκονταν στην Νέα Υόρκη και το άλλο στο Chiragan για την Eurovision με την παρέα του Σάκη Ρουβά.

Κάθε Αύγουστο εξαφανιζόταν στην μεγάλη κρουαζιέρα, που διοργάνωνε για τους πελάτες και φίλους του ο κουμπάρος του, ο ΚΚ.

Τα όμορφα χρόνια, όμορφα περνούσαν. Και ο πατέρας του Ιάσονα έχοντας εγκαταλείψει την παραγωγική οικονομία και έχοντας μπει στα άδυτα της χρηματιστικής άρχισε δειλά-δειλά να ξεφεύγει ακόμη και από αυτό το παραδοσιακό αλισιβερίσι αγοραπωλησίας μετοχών.

Τα καλά παιδιά, οι νέοι φίλοι του, τον είχαν μυήσει σε πιο γερά παιγνίδια.

Εκχωρούσε ως εγγύηση μετοχές εταιρειών -γραμματοκιβωτίου έναντι δανείων σε άλλες υπεράκτιες, αγόραζε απαιτήσεις τρίτων με παραχώρηση μετοχών, πουλούσε υποχρεώσεις, μέσω τριγωνικών σχημάτων, έναντι έκδοσης εγγυητικών επιστολών σε ιδιωτικές τράπεζες σφραγίδας της Καραϊβικής, που συστήνονται με μετοχικό κεφάλαιο πέντε χιλιάδων.

Πάντα, φυσικά, με τις υποδείξεις λογιστών και δικηγόρων του κουμπάρου του και του Τραπεζίτη.

«Καταλαβαίνεις, ρε μ@λάκα, τι κάνεις;» του λέγαμε. «Αυτές οι εγγυητικές που μοιράζεις είναι σαν τα Αλβανικά ομόλογα του ’99».

Προσωπικά, αμφιβάλλω αν καταλάβαινε.

Ήταν πάντα, χαμογελαστός και ανοιχτοχέρης. Με ιδιαίτερη αδυναμία-εκτός των πολλών άλλων- στην νεαρή γυναίκα του.

Κάπου είκοσι χρόνια μικρότερη του, εκείνη. Και πολύ όμορφη. Συνόδευε, η γυναίκα του, αυτό το φυσικό χάρισμα με καλά ντυσίματα, με περιποίηση του σώματος και με πολλά-πολλά χρυσά κοσμήματα. Σε κάθε της έξοδο, διαφορετικό κόσμημα με διαφορετικό φόρεμα.

Στον χοντρό εκείνο γλοιώδη κοσμηματοπώλη, με το μαγαζί στην Μύκονο, και με το ψεύτικο χαμόγελο, όταν φωτογραφίζεται με πλούσιους πελάτες, πήγαινε μόνο με ραντεβού.

Η επίδειξη και η δοκιμή των κοσμημάτων γινότανε στην VIP αίθουσα του μαγαζιού.

Οι λογαριασμοί της για ρούχα, χρυσαφικά και κομμωτήρια στην πλατινιένα Visa σπάνια έπεφταν κάτω από τα τριάντα χιλιάρικα τον μήνα. Είχε όριο, βέβαια, τα εκατό, αλλά δεν τα ξόδευε και όλα το κορίτσι.

Και ήταν περήφανος, ο φίλος μου, που η γυναίκα του έκανε και οικονομία.

«Έχει μέτρο, η σύζυγος μου. Ξέρει, που πρέπει να σταματήσει» έλεγε και το πίστευε.

Το κορίτσι αυτό, η σύζυγος του δηλαδή, από μία επαρχία της Βόρειας Ελλάδας, γνώρισε πράγματα και μέρη που δεν θα είχε φανταστεί ούτε στα όνειρα της.

«Καλά, που τον βρήκε, τι προσόντα είχε αυτό το κορίτσι;» πιθανόν να ρωτήσουν οι ανύπαντρες νεαρές αναγνώστριες, που ψάχνουν να βρουν το ανάλογο θύμα;

Κορίτσια; Με μόνο προσόν το υπέροχο σώμα της και την τέλεια ομορφιά του προσώπου της, την προσέλαβε, ο φίλος μου, σαν γραμματέα. Την ερωτεύτηκε, της έκανε πρόταση και εκείνη τον παντρεύτηκε.

Αλλά στην πορεία του έγγαμου βίου της, η κοπέλα κοίταξε να μην βασιστεί μόνο στα φυσικά της χαρίσματα.

Κι αν για το σώμα της φρόντιζε ο personal trainer κα ένας ρεφλεξολόγος, για τον ψυχισμό και τους κοινωνικούς της τρόπους μεριμνούσαν ψυχολόγος και συμπεριφερολόγος.

Και για το πνεύμα της -τι να το κάνεις το σώμα και την ψυχή μιας γυναίκας χωρίς πνεύμα- έπαιρνε μαθήματα από φιλόσοφο.

Ναι! Από ένα γνωστό φιλόσοφο, αγαπημένο των media. Που σήμερα κατακεραυνώνει τους Έλληνες για την αλόγιστη σκέψη τους και την απληστία.

Μαζεύονταν κυρίες, όχι τίποτα άφραγκες, και ο φιλόσοφος έφτιαχνε κύκλους διαλογισμού -έτσι τους ονόμαζε, ο αγύρτης- και επίλυσης προβληματισμών για γυναίκες, που δεν είχαν οικονομικά προβλήματα.

Εσείς, που τα διαβάζετε σήμερα, μπορεί να θεωρείτε όλα αυτά τα καραγκιοζιλίκια με τους κύκλους σαν αδιέξοδο κοινωνικού νεοπλουτισμού, εκείνες όμως -πού σήμερα τα έχουν στερηθεί- έχουν πέσει σε κατάθλιψη.

Ευτυχώς που ο φιλόσοφος, αρθρογραφεί ακόμη σε φιλελέδικα sites και έτσι, ορισμένες ξεπεσμένες σήμερα, μπορούν να τον διαβάζουν στο τζάμπα.

Φυσικά, η σύζυγος του φίλου μου, για να συμπληρώσουμε το πορτραίτο της, δεν απουσίαζε από κανένα φιλανθρωπικό gala για παιδιά που φροντίζουν ιδρύματα και προσφέρουν χαμόγελα ή ευχές.

Να την πούμε, όμως, την πικρή αλήθεια; Ναι. Να την πούμε.

Εκείνα τα χρόνια, ο φαινομενικά, σήμερα, αφόρητος τρόπος ζωής της γυναίκας του περνούσε απαρατήρητος και ίσως ασχολίαστος. Και οι επιχειρηματικές κινήσεις ή οι κοινωνικές συναναστροφές του πατέρα του Ιάσονα δεν προκαλούσαν.

Ναι, δεν προκαλούσαν, όχι γιατί αυτά που έκανε ο ίδιος και η γυναίκα του δεν ήταν γελοία, αλλά γιατί όλοι τότε είχαμε ένα όνειρο. Να καταφέρουμε να αλλάξουμε την ζωή μας. Και να γίνουμε το ίδιο γελοίοι.

Πώς; Με δανεικά και με αέρα.

Μήπως και οι γονείς του Ιάσονα χάρη στα δάνεια και τον αέρα, που τους έδιναν οι τράπεζες, δεν ζούσαν την όμορφη αυτή ζωή;

Τέλος πάντων. Με τα χρόνια που περνούσαν, με τον φίλο μου αραίωναν όλο και περισσότερο οι συναντήσεις μας. Άλλωστε, δεν είχαμε και κανένα κοινό επαγγελματικό η κοινωνικό στόχο.

Και ήταν αρχές του 2012, όταν ο φίλος μου με επισκέφθηκε στο γραφείο.

Ξαφνιάστηκα. Είδα έναν άλλον άνθρωπο. Για να μου πει πράγματα, που δεν μπορούσα να πιστέψω.

«Τα έχασα όλα, Αλέξη. Το λέω, μόνο σε σένα» μου είπε. «Εσύ, δεν γνωρίζεις κανένα από αυτούς, με τους οποίους τόσα χρόνια έκανα παρέα και business. Θα πρέπει να ξεκινήσω από την αρχή πάλι. Όπως τότε, ρε, πριν είκοσι χρόνια. Μόνο που δεν είμαι πια στα τριάντα μου.»

Ήθελα να μάθω τι έγινε, και χάθηκαν όλα.

«Μα καλά, πώς είναι δυνατόν;» τον ρώτησα. «Με τέτοια διασπορά πάγιων περιουσιακών στοιχείων, με μετοχές και συμμετοχές σε εταιρείες φίλων και τραπεζών, με τόσες γνωριμίες, και μου λες ότι όλα είναι στον αέρα; Τι έγινε ρε παιδί μου;»

«Αλέξη, Αλέξη, όλα ήταν μια φούσκα. Ο πoύστης ο κουμπάρος μου, γ@μώ τα βραβεία που δίνουν στους επιτυχημένους επιχειρηματίες, με έβαλε να πάρω μετοχές σε πέντε-έξι εταιρείες του.
Έριξα μέσα τα μισά λεφτά από αυτά που πήρα, όταν πούλησα το εργοστάσιο το 2006. Τα άλλα μισά φύγανε σε έξοδα, γιατί με την κοινωνική ζωή που είχαμε, σε τέσσερα χρόνια φάγαμε δύο εκατομμύρια. Βέβαια, στην αρχή όλα πήγαιναν καλά. Αλλά μετά από κανένα χρόνο, όταν είδα ότι οι μετοχές έπεφταν, τα πράγματα έγιναν σκούρα»

-Ε, ωραία! Και δεν πούλησες να περιορίσεις τουλάχιστον την χασούρα; Εγώ, από Χρηματιστήρια δεν ξέρω. Και ούτε παίζω. Αλλά το stop loss policy, που λένε οι Χρηματιστές, το γνωρίζω.

«Τίποτα δεν μπορούσα να κάνω. Ήταν τα χέρια μου δεμένα» μου απάντησε, «Τις είχα βάλει ενέχυρο, τις μετοχές».

«Ε, φαντάζομαι, για να τις έχεις βάλει ενέχυρο θα είχες πάρει κανένα δάνειο» του είπα.
Περίμενα να μάθω, τι έκανε αυτά τα χρήματα που πήρε.

«Ναι, μου είχαν δώσει δάνειο, αλλά για να αγοράσω μετοχές της ίδιας της Τράπεζας. Θα έκανε μια μεγάλη αύξηση. Και θα τις πουλούσα μετά από λίγο, και από το κέρδος που θα έκανα, θα έβγαζα την χασούρα».

Μου τα έλεγε με φυσικότητα όλα αυτά. Σαν να γινότανε μια ακαδημαϊκή συζήτηση για τρίτους. Ούτε αναθεμάτιζε, ούτε κλαψομούνιαζε. Και επειδή μαζί του είχα θάρρος, κι ας είχανε περάσει χρόνια που είχαμε χάσει την επαφή, δεν δίστασα να του πω:

-Ρε μ@λάκα, εσύ ξέρεις να πουλάς προϊόντα, να φτιάχνεις αγορές και να χτίζεις κοινωνικές σχέσεις. Με αυτές τις πυραμίδες των δανείων, πώς σκατά έμπλεξες;

«Ήταν το τελευταίο μου χαρτί», μου είχε απαντήσει. Και εξήγησε πως το έπαιζε.

-Γινόταν παιχνίδι, Αλέξη. Από τις βουλιαγμένες τράπεζες. Με συνεχείς αναχρηματοδοτήσεις δανείων, που τα έδιναν σε φίλους. Δεν ήθελαν να δείξουν ζημιές. Ανακύκλωναν δάνεια με ενέχυρα μετοχές, που στην πραγματικότητα δεν άξιζαν ούτε το χαρτί που ήταν τυπωμένες. Άσ’ τα, Έχω πάρει τέσσερα εκατομμύρια με προσωπική εγγύηση και ενέχυρο μετοχές που έχουν πατώσει».

-Ρε πoύστη μου, θα τρελαθώ. Πήρες τέσσερα εκατομμύρια και τι τα έκανες; Αυτά τα λεφτά που βρίσκονται;»

«Χα, χα…» γέλασε αινιγματικά. «Ένα σε μένα, το έχω βγάλει έξω, και τρία σε μετοχές δικές τους η μετοχές εταιρειών που ήθελαν να στηρίξουν. Το θέμα είναι, με αυτό το ένα που έχω, τώρα τι κάνω!»

-Καλά, είσαι σοβαρός; Έχεις ένα εκατομμύριο και δεν ξέρεις τι να το κάνεις; Με αυτό περνάς το υπόλοιπο προσδόκιμο της ζωής σου. Έλα, στα αστεία το είπα. Είμαι σίγουρος, ότι θα βρεις τρόπο να το αξιοποιήσεις. Αρκεί να ασχοληθείς με πραγματικές business.

Για να τον ηρεμήσω, κατευοδώνοντάς τον, του είπα:

«Δεν σε φοβάμαι, ρε μ@λάκα. Εσύ έχεις μυαλό, κάτι θα κάνεις. Είμαι σίγουρος»

Πέρασαν από εκείνη την συζήτηση άλλα δύο χρόνια. Στο ενδιάμεσο διάστημα, με τον πατέρα του Ιάσονα, είχαμε αρχίσει να ξαναβρισκόμαστε. Συζητούσαμε, τώρα, για πραγματικές δουλειές .
Και είχα δίκιο, που πίστευα, ότι κάτι θα έβρισκε να κάνει. Δεν μπορεί ένας άνθρωπος που είχε καταφέρει να ξεκινήσει από ένα μικρό μηχανουργείο, είχε φτάσει πολύ ψηλά -με τον τρόπο, έστω, που έφτασε- να μην είναι ικανός για ένα δεύτερο ξεκίνημα.

Έτσι, λοιπόν, έμαθα για το τελευταίο του project. Την συνεργασία του με ένα Αιγύπτιο επιχειρηματία και μια ομάδα Βουλγάρων developers, που τους ετοίμαζαν μια καινοτόμο εμπορική εφαρμογή.

Όλα ξεκίνησαν από μια ιδέα του Αιγύπτιου, που είχε δουλέψει σε μεγάλα πολυκαταστήματα του Λονδίνου και από την πρόταση του φίλου μου να αναλάβει την εμπορική ανάπτυξη της εφαρμογής και να κάνει το λεγόμενο fund raising.

Μου είχε περιγράψει την νέα αυτή δραστηριότητα και εντυπωσιάστηκα. H ιδέα ήταν πραγματικά πρωτότυπη. Ο πατέρας του Ιάσονα, με το εξαιρετικό χάρισμα της δημιουργίας επαφών, άρχισε να ανοίγει νέες πόρτες. Χωρίς την βοήθεια κανενός πια τραπεζίτη ή κοινωνικού φίλου, από αυτούς τους πολλούς που είχε φτιάξει τα προηγούμενα χρόνια.

Δεν πέρασαν ούτε τρείς μήνες. Πέρασε πάλι από το γραφείο μου. Ήταν γεμάτος ενθουσιασμό.

«Αλέξη, στα έλεγα; Θα τα ξαναφτιάξω, ότι έχασα. Ετοιμαζόμαστε να σηκώσουμε δέκα εκατομμύρια από το νέο project. Έχουμε ετοιμάσει μια εγγλέζικη εταιρεία, έχουμε βρει μετόχους και θα πάρω το πενήντα τοις εκατό της νέας εταιρείας. Πέντε εκατομμύρια. Μόλις τα πάρω, σου υπόσχομαι, θα κάνω και μαζί σου καμιά δουλειά. Είσαι φίλος, ρε!»

Αλλά, όσο καλός ήτανε ο μακαρίτης να φτιάχνει αγορές, τόσο αφελής ήτανε στο να τις εμπιστεύεται.

Γιατί ο Αιγύπτιος partner, που είχε καταλάβει ότι ο φίλος μου καιγόταν να μπει σε λειτουργία το project -αφού είχε φάει ό,τι είχε και δεν είχε, και τραβούσε συνέχεια προκαταβολές- καθυστερούσε, μαζί με τους Βουλγάρους, επίτηδες την έναρξη λειτουργίας της εφαρμογής.

Τον φίλο μου, τον έπνιγαν οι ολοένα και πιο αυξημένες τραπεζικές υποχρεώσεις.

Το σπίτι του είχε αρχίσει να βγαίνει σε πρόγραμμα πλειστηριασμών.

Για να μην φανεί στον κύκλο του, αλλά περισσότερο στην γυναίκα του, ότι ζοριζόταν, η ζωή του συνέχιζε να είναι το ίδιο σπάταλη.

Μέχρι που έφτασε στο απροχώρητο. Και πούλησε το μερίδιό του, από τη νέα εταιρεία, που είχε φτιάξει από το μηδέν, για πεντακόσια χιλιάρικα.

«Θα δω τι θα κάνω με αυτά τα χρήματα. Μου φτάνουν πάντως για κανένα χρόνο».

Ήταν οι τελευταίες κουβέντες, που μου είπε, όταν μου ανακοίνωσε το γεγονός της αποχώρησης του από το project.



Στον ένα ακόμη χρόνο, που είχε προγραμματίσει για τα έξοδα του ο μακαρίτης, τον έβλεπα να συνεχίζει να κάνει την ίδια χλιδάτη ζωή. Δουλειά δεν έκανε, έτρωγε ακατάπαυστα και έπινε συνέχεια. Σαν να μην υπήρχε μέλλον για αυτόν. Με την γυναίκα του οι φήμες -των κοσμικών από το μεγάλο Ιδιωτικό Κολλέγιο- έλεγαν ότι είχε προβλήματα.

Ήταν τα λόγια αλλά και τα μάτια αυτών, που την είχαν δει να μπαίνει στην σουίτα ενός επιχειρηματία στον ΑΣΤΕΡΑ. Και υπήρχαν και συζητήσεις η σχόλια για βραδιές σε bar με παρέα νεαρών αθλητών.

Χρόνια δύσκολα για τον φίλο μου, που δεν είχε καταλάβει τίποτα από την περίεργη συμπεριφορά της συζύγου του.

Μήπως, άλλωστε, ήταν το μόνο ζευγάρι που αντιμετώπιζε δυσκολίες; Και στο κάτω-κάτω, τι μας νοιάζει εμάς τι έκανε η σύζυγος του φίλου μου;

Αν και οι άντρες αποφεύγουμε να σχολιάζουμε ανάρμοστες σχέσεις, για να είμαι ειλικρινής, έμενα με πείραξε, όταν έμαθα, ότι τον φίλο μου, τον κεράτωνε η γυναίκα του. Είχα σκοπό να του μιλήσω.

«Κουμάντο σε ξένο μoυνί ποτέ μην κάνεις. Θα χάσει ο φίλος σου τη γυναίκα, και εσύ τον φίλο» ήταν η συμβουλή ενός έμπειρου και μεγαλύτερου σε ηλικία γνωστού μου. Για να με αποτρέψει να ανοίξω τα μάτια του πατέρα του Ιάσονα και να τον προφυλάξω από τυχόν χειρότερα.

Και είχε δίκιο ο σοφός ενήλικας.

Γιατί, καλώς ή κακώς το πρόβλημα, με τον πατέρα του Ιάσονα, δεν ήταν η εξωσυζυγική σχέση της γυναίκας του, αλλά η δική του πορεία στο αδιέξοδο.

Είχε χάσει τις ελπίδες του ότι θα έβρισκε λύση μέσα από τους πρώην ισχυρούς φίλους του.

Ο ένας, ο κουμπάρος του, βραβευμένος επιχειρηματίας από ξεπεσμένο εκδότη, ήταν ήδη στη φυλακή και ο Τραπεζίτης πηγαινοέρχονταν στην Ευελπίδων, προσπαθώντας να αποδείξει ότι άδικα τον συκοφαντούν.

Λίγες μέρες πριν συμβεί το μοιραίο, ο περί της ιστορίας φίλος, είχε περάσει από το γραφείο μου.

Ήθελε να του φτιάξω μια τεχνική έκθεση για να την υποβάλλει στο δικαστήριο και να ανακοπεί ένας ακόμη πλειστηριασμός της μεγάλης του μονοκατοικίας.

Προσπαθούσε να συγκεντρώσει στοιχεία για να ενταχθεί στο Νόμο Κατσέλη. Ήταν άκαρπες οι προσπάθειες, αφού τα κριτήρια του Νόμου δεν ήταν σύμφωνα με τις τεκμαρτές του δαπάνες.

Άκαρποι ήταν βέβαια και οι δύο προηγούμενοι πλειστηριασμοί, αν για ένα σπίτι που του κόστισε ενάμισι εκατομμύριο, η τελευταία τιμή, που έβαλαν οι Τράπεζες είχε πέσει στα τετρακόσια χιλιάρικα. Και παρ’ όλη αυτή την ξεφτίλα της τιμής, στο Ειρηνοδικείο κανείς δεν πάτησε να το χτυπήσει.

Αυτό, τον είχε κάνει να πάρει λίγο τα πάνω του. Του είχε άλλωστε υποσχεθεί, μέσα από την φυλακή, ο κουμπάρος του, ότι, μέσω μιας εξωχώριας εταιρείας του, από τις δεκάδες που είχε στήσει, θα χτύπαγε το σπίτι με διακόσια το πολύ χιλιάρικα.

Άλλες όμως οι βουλές των ανθρώπων και άλλες του Θεού, κατά πώς λέγουν οι θρησκευόμενοι.

Το συμβάν, του αιφνίδιου θανάτου, τον απάλλαξε από όλες τις έγνοιες.

Στον τόπο τον χλοερό, στο τόπο της αναπαύσεως, στον τόπο της αναψύξεως, εκεί που δεν υπάρχει λύπη και οδύνη, δεν υπάρχουν ούτε τραπεζίτες να ζητούν τα δάνεια πίσω, ούτε πιστωτές να σου ζητούν να ξοφλήσεις τα χρέη σου.

Βέβαια, όταν με το καλό πας, δεν βλέπεις τα παιδιά σου, την σύζυγο ή την ερωμένη σου και, φυσικά, όλους τους μ@λάκες που έβλεπες όταν ήσουνα ζωντανός.

Θα σε συνοδέψουν, όμως, όλοι τους στην τελευταία κατοικία σου. Στο χώμα.

Τα παιδιά σου και η σύζυγος σου- εξαρτάται η τελευταία, από το εάν ήθελε να σε ξεφορτωθεί- θα σε κλάψουν.

Η ερωμένη σου θα στεναχωρηθεί, εάν την χαρτζιλίκωνες, αλλά θα σε κλάψει μόνο εάν την γ@μούσες καλά.

Οι υπόλοιποι, όμως; Οι μ@λάκες που θα έρθουν στην κηδεία; Αυτοί, τι έρχονται να κάνουν;

Ο βραβευμένος επιχειρηματίας, που η επιχείρηση του είναι σήμερα στο άρθρο 99, και βγήκε με προσωρινή αναστολή από μια πολυετή κάθειρξη, τι δουλειά είχε να στείλει το μισό ΔΣ της εταιρείας του;

Να του ζητήσει συγγνώμη, για τα σαπάκια που του φόρτωσε;

Και ο Τραπεζίτης, που πηγαινοερχόταν στην Ευελπίδων μαζί με τους φυγόδικους συνεργάτες του, χρειαζόταν να στείλει στεφάνι; Καλύτερα να το έστελνε στα γραφεία της Τράπεζας για να θυμίζει στους μετόχους τα χρήματα που έχασαν.

Είναι διαφορετικό να γράφεις φαιδρές ιστορίες για τις ερωτικές φαντασιώσεις ή τα μπερδέματα αφελών μικροαστών και διαφορετικό να προσπαθείς να εξηγήσεις -μέσα από την παρουσία σου σε μια κηδεία- την μικροψυχία μιας κοινωνικής τάξης, που αναδείχθηκε μέσα από τα ψέματα.

Δυσκολεύτηκα να καταλάβω γιατί οι γονείς των συμμαθητών του Ιάσνα, από το μεγάλο Κολλέγιο, συζητούσαν με μια ανεξήγητη λύσσα, μέσα και έξω από την εκκλησία, την άσχημη οικονομική κατάσταση του μακαρίτη.

«Δεν είχε, ούτε τα δίδακτρα να πληρώσει. Τα καθυστερούσε συστηματικά. Τους έφαγε η μεγαλομανία» έλεγε ό ένας.

«Τι την ήθελε την βίλα; Δύο φορές τους είχανε κόψει το ρεύμα. Με 36 δόσεις το ρυθμίσανε, πριν λίγο μέρες» έλεγε άλλος.

Οι συζητήσεις, που είχαν ξεκινήσει, από ανθρώπους που πίστευαν ότι ανήκουν σε μια ελίτ, τελειωμό δεν είχαν.

«Ναι! Αλλά στο Dubai ξόδεψε τον περασμένο μήνα εξήντα χιλιάρικα. Και στον Ρέμο, στην γιορτή του, πρώτο τραπέζι πίστα. Ακόμη και τον προσωπικό γυμναστή της γυναίκας είχε καλέσει ο μ@λάκας» του απάντησε ένας τρίτος.

Με την μάσκα της θλίψης στο ένα χέρι και του χλευασμού στο άλλο, περπατούσαν όλοι τους μέχρι τον τάφο.

«Ωραίος, ρε, ο τυπάκος» έλεγε και υπονοούσε τον γυμναστή. « Να γ@μάει την γυναίκα του και να τον κερνάει στα μπουζούκια, ο μ@λάκας, ο σύζυγος».

Τώρα, ποιοι τα έλεγαν αυτά;

Ο ένας, ο εφοπλιστής, που στο παρελθόν είχε βουλιάξει δύο βαπόρια και είχε φάει από την αδελφή του καμιά δεκαριά εκατομμύρια ευρώ από μια κληρονομιά.

Αυτός, ο εφοπλιστής, έλεγε -μήπως και μπορεί να τους πιστέψεις, αν λένε αλήθεια- ότι είχε δανείσει στο πατέρα του Ιάσονα γύρω στα πενήντα χιλιάρικα. Θα πήγαινε, από την επόμενη κιόλας, στον δικηγόρο του, να δει πώς μπορούσε να τα διεκδικήσει.

«Το πολύ-πολύ να του πάρω τους δύο Φασιανούς και τον μεγάλο Τσόκλη, που έχει στο σαλόνι» είπε.

Σε ποιον, τα έλεγε;

Στον προβληματικό μεγαλοξενοδόχο, που έχει φεσώσει όλη την αγορά.

Μπορεί οι συνοδεύοντες «φίλοι» να σχολίαζαν την δυσμενή οικονομική κατάσταση του μακαρίτη, οι γυναίκες τους όμως, είχαν σαν κύριο θέμα το look και το ερωτικό μέλλον της χήρας.

Η μπάλα, στη συζήτηση πάνω, πήρε και τον Χάρη -ξεπεσμένος μόδιστρος είναι αυτός- που βρήκε να της φορέσει για την περίσταση, σύμφωνα με τις γυναικοκουβέντες, ένα Oscar De La Renta αντί για το κλασσικό Versace.

Τις κυρίες ενοχλούσε -όπως κατάλαβα- το ανοιχτό ντεκολτέ του φορέματος.

Σε εμένα, τον ουδέτερο παρατηρητή, για να είμαι ειλικρινής, καθόλου δεν με ενόχλησε το φόρεμά της. Αποκάλυπτε, όσο έπρεπε, τα υπέροχα λευκά και σφιχτά στήθη της γυναίκας του φίλου μου.

«Για νέο θύμα ψάχνει η πoυτάνα» σχολίασε, η πιο καραπoυτανάρα από όλες τους.

«Να προσέχουμε τους δικούς μας, μη μπει στις οικογένειες μας μέσα» συμβούλεψε τις υπόλοιπες τους.

Κι αν κανείς ρωτήσει, από πού και ως πού προβαίνω σε τέτοιου είδους αξιολόγηση της συμπεριφοράς μιας άγνωστης γυναίκας, θα του απαντήσω ότι η κυρία αυτή δεν μου είναι άγνωστη.

Χάρη στους κοινούς μας, με τον μακαρίτη, από το Facebook «φίλους», την είχα δει να ποστάρει χαζοχαρούμενες φωτογραφίες από ένα bar της Ν. Ερυθραίας. Είναι το μαγαζί στο οποίο μαζεύονται και χαζογελάνε χωρισμένες σαραντάρες.

Οι μεγάλης ηλικίας αναγνώστες- εάν τυχόν πάνε- θα βρουν και αρκετές πενηντάρες που ψάχνονται.

«Χωρισμένη, δεν είναι» μου είχε πει ο συγχωρεμένος, «αλλά όπως πάει θα χωρίσει και από τον δεύτερο άντρα της. Βγαίνει με solo φίλες της και, αν της πέσει κανένας, δεν θα πει όχι σε ένα one night stand».

Γούστο της και καπέλο της να κάνει ό,τι θέλει, η φίλη του μακαρίτη. Και να βγαίνει έξω όποτε θέλει, και να ξενοπηδιέται με όποιον γουστάρει, αλλά basta! Το ντεκολτέ της χήρας την πείραξε;

Όχι, φυσικά! Την πείραζε που η χήρα ήταν γκομενάρα. Και αν βγει στην ελεύθερη αγορά, θα αρχίσει να σαρώνει από γεροδεμένους εικοσιπεντάρηδες μέχρι εξηντάρηδες και βάλε. Αρκεί οι τελευταίοι να μην είναι τίποτα άφραγκοι.

Την παρακολουθούσα, λοιπόν, αυτή την κυρία να μιλάει φορώντας τα μαύρα της γυαλιά.



Είναι τα συνηθισμένα γυαλιά ηλίου -μπορεί να υπάρχουν και ειδικά για κηδείες, αλλά αυτό δεν το ξέρω- που τα φοράνε, ακόμη και εάν υπάρχει συννεφιά ή βρέχει, οι celebrities στις κηδείες.

Είναι η σημειολογική προσέγγιση της θλίψης, που τους έχει κυριεύσει η απώλεια ενός προσφιλούς τους προσώπου. Δεν θέλουν να δείξουν, σαν τους λαϊκούς ανθρώπους, ότι τους πήρανε τα κλάματα.

Αλλά εγώ το έβλεπα. Μέσα στα μαύρα γυαλιά της Κυρίας, κρυβόταν μια ανείπωτη χαρά.

«Και ποιος να την πάρει με τρία παιδιά;» συνέχιζε, ενώ οι άλλες κουνούσαν το κεφάλι τους, δείχνοντας ότι συμφωνούν.

-Ο Χάρης, πάντως, αυτός που της πουλάει φορέματα, ενδυματολογικό σύμβουλο τον έλεγε η ψωνισμένη, άκουσα ότι θα της προτείνει να ασχοληθεί με τις Δημόσιες σχέσεις επιχειρηματιών. Θα την βοηθήσει να ανοίξει και γραφείο. Είναι όμορφη και θα τα καταφέρει. Έχει και ταμπεραμέντο. Χα, χα…

Γελούσε η ηλίθια με το υπονοούμενο, γελούσαν και οι άλλες ηλίθιες, φίλες της, που κατάλαβαν τι εννοούσε.

Ε ! Αυτό δεν το άντεξε ούτε η γυναίκα μου, που μέχρι εκείνη τη στιγμή, πράγμα περίεργο, κουβέντα δεν είχε πει.

«Δεν ήξερα ότι η πιάτσα σε αυτούς τους κύκλους λέγεται Δημόσιες σχέσεις. Εμείς στην Κυψέλη, παλιά, αυτά τα γραφεία τα λέγαμε μπουρδέλα».

Άκουσα και άλλα πολλά στη διαδρομή από την εκκλησία μέχρι το σημείο ταφής. Δεν έχουν και τόση σημασία.

Οι τεθλιμμένοι «φίλοι», ακολουθώντας τον παπά, τον τελετάρχη και τα κοράκια, έφτασαν μέχρι τον ανοιγμένο τάφο.

Περίμεναν, φαίνεται, να δουν τις αντιδράσεις χήρας, την ώρα που ο αρχικόρακας θα έσπαγε το μπουκάλι με το κρασί και θα το έχυνε στο φέρετρο.

Η σύζυγος του φίλου μου, αν και δεν την χωνεύω καθόλου, ήταν καθ’ όλα αξιοπρεπής. Αφού στην πραγματικότητα δεν τον αγαπούσε, δεν έπαιξε τουλάχιστον θέατρο. Δεν έβγαλε υστερικές κραυγές, όταν τα φτυάρια των εργατών έριχναν το χώμα πάνω στο πτώμα.

Είμαι σίγουρος ότι οι ανυπόμονοι θεατές, αυτής της μακάβριας στιγμής, κάτι θα σχολίασαν. Θα είπαν, πιθανόν μεταξύ τους, ότι πήγε άκλαυτος.

Την ιερή στιγμή της ταφής, την σέβονται ακόμη και οι πιο φλύαροι άνθρωποι. Κάνουν λίγο υπομονή μέχρι να ακούσουν το «Δεύτε λάβετε τελευταίον ασπασμόν».

Μετά, μετά εάν είσαι σοβαρός άνθρωπος, πας στο καφενείο να πιείς τον καφέ, να συλλυπηθείς και να σηκωθείς να πας στην δουλειά σου.

Αν είσαι, όμως, χαζοκοσμικός και φλύαρος, δεν υπάρχει περίπτωση να μην σου έρθουν οι μ@λακισμένοι στοχασμοί για την αξία της ζωής και την ματαιότητα των πραγμάτων.

Και να θέλεις από πάνω, να τους μεταδώσεις σε αυτούς, που κατά τύχη βρέθηκαν δίπλα σου.

«Είσαστε φίλοι με τον μακαρίτη» με ρώτησε μια καλοντυμένη κυρία, που βρέθηκε δίπλα μου την μακάβρια στιγμή που έκαναν τις μανούβρες με τα σχοινιά, για να ρίξουν το φέρετρο μέσα στον τάφο.

-«Ναι, είμαστε. Ήμουν ο μηχανικός των έργων της εταιρείας του» της απάντησα. Ήμουν σίγουρος ότι θα με ρωτούσε από πού τον είχα γνωρίσει και ποια σχέση είχα μαζί του. Και για να την προλάβω, της είπα την σχέση που είχαμε με τον αποθανόντα.

«Α, ναι; Φαντάζομαι, την εποχή που είχε το εργοστάσιο. Γιατί μετά, με αυτούς που έμπλεξε…» είπε κομπιάζοντας και περιμένοντας από μένα κάποια συνέχεια.

Δεν είπα κουβέντα.

«Δεν βαριέστε, Κύριέ μου. Τα χρήματα, είτε τα έχεις, είτε τα έχεις και τα χάσεις, δεν έχουν καμία σημασία. Έτσι δεν είναι;»

«Έτσι ακριβώς» της απάντησα. Δεν είχα όρεξη να ανοίξω συζήτηση.

Αλλά έλα που δεν έβαζε γλώσσα μέσα.

«Ξέρετε, τι είναι από την ζωή στο θάνατο;» με ρώτησε.

Μόνη της απάντησε: «Ένα μονοπάτι, στρωμένο άλλοτε με λουλούδια και άλλοτε με αγκάθια».

« Όπως τα λέτε» της απάντησα και απομακρύνθηκα προς την μεριά της γυναίκας μου. Από τη φάτσα της, κατάλαβα ότι δεν έβλεπε με καλό μάτι το φιλοσοφικό αυτό αλισβερίσι με την άγνωστη κυρία.

«Δεν μου λες, τι σου έλεγε;» με ρώτησε, με το πού πήγα δίπλα της.

-Μ@λακίες.

-Ναι, αλλά της απαντούσες.

-Ε, τι να έκανα;

– Τίποτα! Να, μη της απαντούσες.

-Ναι, αλλά της απαντούσα μονολεκτικά.

– Και, για τι πράγμα μιλούσε;

-Για την ματαιότητα των υλικών αγαθών. Μου είπε την βαθυστόχαστη ρήση, ότι από την ζωή στο θάνατο είναι ένα μονοπάτι.

– Μ@λακίες σου έλεγε.

-Δεν στο είπα εγώ; Άσε με τώρα, να σκεφτώ τον φίλο μου.

Με αυτά και με αυτά, ο παπάς και τα κοράκια έριξαν τον πατέρα του Ιάσονα μέσα στον τάφο. Θα ακολουθούσε πια ο καφές.

Στη διαδρομή για το καφενείο η σοβαρότητα των καλεσμένων είχε παραχωρήσει πιά την θέση της στη κριτική του τρόπου της ζωής μακαρίτη. Θυμόντουσαν περιστατικά από τον βίο του. Τέτοια, που αν τα άκουγε, θα είχε μετανιώσει που τους έκανε τόσα χρόνια παρέα.

Στα μάτια τους έβλεπα μια παράξενη ικανοποίηση. Εκείνοι τα είχαν καταφέρει.

Η μεγάλη κρίση δεν τους άφησε τραύματα. Ενώ ο πατέρας του Ιάσονα, άφησε πίσω του μια οικογένεια αντιμέτωπη με πολλά οικονομικά προβλήματα.

Με έπιασε αηδία με αυτά που άκουγα.

«Θα τους πλακώσω στο ξύλο» της είπα της γυναίκας μου. «Μα δεν μπορούν, επιτέλους, να το βουλώσουν για λίγο;»

«Ηρέμησε, παιδί μου, μην σου έρθει και εσένα τίποτα. Στο κάτω-κάτω, μήπως θα τους ξαναδούμε;» μου απάντησε. «Να, εκεί είναι και ο κολλητός σας. Πήγαινε να του μιλήσεις. Να ξεδώσεις λίγο».

Ήταν κοινός μας φίλος, και δικηγόρος του, ο Νίκος. Για όσα, βέβαια, χρόνια ο μακαρίτης ασχολούταν με την δουλειά του. Του χειριζόταν τις αστικές του υποθέσεις. Τον άφησε, αφού πούλησε το εργοστάσιο και άρχισε τις περίεργες business με τους νέους φίλους του.

Ο λόγος; Του ζήτησε ο συγχωρεμένος, του δικηγόρου, να κάνει -ποιος ξέρει βέβαια τι μπίζνα κρυβότανε από πίσω- μια εικονική διεκδικητική αγωγή μετοχών μιας εταιρείας που κρατούσε ενέχυρο τις μετοχές μιας άλλης.

Ο Νίκος δεν δέχθηκε και από τότε σταμάτησε να του χειρίζεται τις υποθέσεις, χωρίς όμως να διαταραχθεί η φιλία τους, που κρατούσε χρόνια.

Στην ίδια, λοιπόν, παρέα μαζί, στις ίδιες βραδινές εξόδους, στον ίδιο χαβαλέ που κάναμε όταν ακούγαμε τον δικηγόρο να του λέει:

«Ρε χοντρέ -ήταν και παχύς ο πατέρας του Ιάσονα- εσύ, με τα λαμόγια που κάνεις δουλειές, πρέπει να αρχίσεις να κυκλοφορείς με χειροπέδες».

Γελούσε ο μακαρίτης, γελούσαμε και εμείς.

Στο δρόμο για το καφενείο είπαμε και άλλα πολλά. Σε κάποια στιγμή, με έπιασε από το μπράτσο και μεταξύ σοβαρού και αστείου, μου είπε:

– Να απομακρυνθούμε λίγο. Και στο τραπέζι του καφέ, να προσέξουμε ποιοι θα καθίσουν δίπλα μας. Ρε μ@λάκα, οι μισοί από αυτούς είναι υπόδικοι για ποινικά αδικήματα. Από ξέπλυμα μαύρου χρήματος μέχρι καταδολίευση πιστωτών και τραπεζικές απάτες. Οι άλλοι μισοί είναι στη λίστα Λαγκάρντ και τους ψάχνει το ΣΔΟΕ. Θα πλακώσει κανένας εισαγγελέας και θα μπαγλαρώσουν και εμάς μαζί τους.

Στο κυλικείο του Κοιμητηρίου, πίνοντας κονιάκ πεντάστερο, θυμηθήκαμε παλιές ιστορίες.

Μέχρι, που τον ρώτησα.

-Τι έγινε, ρε Νίκο; Από τι πήγε τελικά ο φίλος μας; Από ανακοπή η από εγκεφαλικό;

-Από εξώδικο! Την Παρασκευή το πρωί, του το θυροκόλλησε ο δικαστικός επιμελητής. Μου το έστειλε με mail και με ρώτησε τι μπορούμε να κάνουμε. Ήταν για τα δίδακτρα των τριών παιδιών του, που χρωστούσε στο Κολλέγιο. Ο μακαρίτης, Αλέξη, τελευταία όλα τα έγραφε στα @ρχίδια του. Έσκιζε, όλα τα χαρτιά που έπαιρνε. Κλήσεις, προκαταρκτικές εξετάσεις, αγωγές, μηνύσεις, ότι μπορείς να φανταστείς. Έλεγε: «να πάνε να γ@μηθούνε».

-Πολύ καλά έκανε. Για συνέχισε.

«Τι να συνεχίσω, ρε» μου απάντησε. «Αυτό το εξώδικο που τον προειδοποιούσε, ότι εάν δεν πλήρωνε τα δίδακτρα των παιδιών, δεν θα μπορούσε να τα γράψει την επόμενη χρονιά, φαίνεται δεν το άντεξε. Ήταν το τελευταίο εξώδικο»

Γ.Κ.

Υ.Γ.1 Τα γεγονότα, με εξαίρεση ορισμένους μυθοπλαστικούς διαλόγους, είναι πραγματικά. Ο Νίκος Β., ο πατέρας του Ιάσονα, πέθανε ένα χρόνο πριν. Την ιστορία την στέλνω, ένα χρόνο μετά από τότε που την έγραψα. Ήθελα να δω τα γεγονότα με την οπτική της απόστασης του χρόνου. Στο διάστημα αυτό, πέθανε ο τραπεζίτης Ιωάννης Θ. (άλλο είναι το πραγματικό του όνομα) που του είχε φορτώσει τα σκουπίδια μετοχές της Τράπεζας του. Επίσης, αποφυλακίστηκε ο ΚΚ, ο κουμπάρος του φίλου μου. Ο ΚΚ μαζί με άλλο φυγόδικό επιχειρηματία ήτανε στο ΔΣ μη κυβερνητικής οργάνωσης- που άλλαζε ονόματα σαν πουκάμισα- και κατηγορήθηκε για ταμειακό έλλειμμα πολλών εκατομμυρίων. Τραπεζίτης και ΚΚ είχαν, αμφότεροι, τιμηθεί από Πατριαρχεία και Ακαδημίες σαν ευεργέτες.

Υ.Γ.2 Δυο μέρες πριν το τραγικό συμβάν -όπως αναφέρθηκε παραπάνω- το μεγάλο Κολλέγιο έστειλε εξώδικο. Το παρέλαβε η γυναίκα του, γιατί ο φίλος μου απουσίαζε. Ακολούθησε οικογενειακός καυγάς και, όπως άκουσα από τους παρευρισκόμενους στην κηδεία, μόλις η γυναίκα του έμαθε την τραγική οικονομική του κατάσταση, του ζήτησε να χωρίσουν.

Υ.Γ.3. Ο πατέρας του Ιάσονα, όσο και αν είχε παρασυρθεί από την μεγάλη ζωή με ξένα χρήματα, αγαπούσε τους παλιούς του φίλους. Δεν τους σνόμπαρε και, όταν είχε ελεύθερο χρόνο, έβγαινε μαζί τους έξω. Του άρεσε το καλό φαγητό, τα πούρα Havana -πάντα μας κερνούσε από ένα – τα malt ουίσκι, τα cabrio αυτοκίνητα, οι γυναίκες με μεγάλα στήθη, οι ταινίες με μαφιόζους και τα ανέκδοτα με πoύστηδες. Ήταν, τέλος, ένας από τους λιγοστούς οπαδούς του ΕΘΝΙΚΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ και είχε ερωμένη την γραμματέα του, στην οποία έδινε μισθό 3.000 €. Ο μακαρίτης μπορεί να μην έφυγε πλήρης ημερών, αλλά, τουλάχιστον, μας αποχαιρέτησε πλήρης απολαύσεων.

(Αγαπητέ φίλε, είστε ανεξάντλητος. Να είστε καλά.)


Πηγή: pitsirikos

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου