Από τον Δημήτρη Φασόλη
Η φράση «λαϊκή εντολή» είναι η αγαπημένη επωδός στα περισσότερα αριστερά κείμενα, καταγγελίες, ανακοινώσεις-δηλώσεις κλπ., γραπτά ή προφορικά. Από την άλλη, είναι εξίσου προσφιλής στους λόγους τόσο των δεξιών όσο και των κεντρόων-σοσιαλδημοκρατών, κάθε είδους πολιτικάντηδων και αστικών κομμάτων. Το ερώτημα που τίθεται είναι: έχει κάποιο πραγματικό νόημα και περιεχόμενο αυτή η έννοια ή είναι κενή; Είναι δηλαδή ένα ιδεολόγημα κατάλληλο για την διαχείριση του πλήθους και τις πολιτικάντικες τακτικές και χειρισμούς ή προσθέτει κάτι ουσιαστικό στην υπόθεση της κοινωνικής-ταξικής συνείδησης και της χειραφέτησης του κόσμου;
Ιδιαίτερα όσον αφορά το πρόσφατο δημοψήφισμα στη Βρετανία, αλλά και στον ελλαδικό χώρο τον προηγούμενο χρόνο, η «λαϊκή εντολή» χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον για να στηρίξει μια «αριστερή» ή «ριζοσπαστική» κριτική στην κυβέρνηση η οποία επικεντρώνεται στο πώς η εξουσία χρησιμοποιεί κάθε είδους τερτίπια για να παραβιάζει και να ακυρώνει τη «λαϊκή βούληση» – άλλη μια διφορούμενη και αόριστη έννοια. Εδώ όμως προκύπτει μια αντίφαση: δηλαδή το 60 ή 80 % είναι λαϊκή βούληση και το υπόλοιπο 40 ή 20 δεν είναι; Επομένως πρόκειται για μια έννοια με καθαρά ιδεολογικό περιεχόμενο, χωρίς πραγματική βάση και χωρίς επαναστατική «υπεραξία». Έτσι προκύπτει ότι διάφοροι «αριστεροί» και «επαναστάτες» κάνουν πολιτική και κοινωνικές παρεμβάσεις με όρους αστικής δημοκρατίας, δηλαδή αναπαράγοντας την κυρίαρχη ιδεολογία. Ή, για να δούμε την κατά κανόνα πολύπλοκη και σύνθετη πραγματικότητα, το 51% είναι λαϊκή εντολή και το 49% όχι; Και αν η αποχή είναι 20, 30 ή και 40%, αυτό το ποσοστό δεν αποτελεί έκφραση της «λαϊκής βούλησης»;
Το να επικεντρώνεις τον λόγο σου σε τέτοιες αφηρημένες και παραπλανητικές έννοιες σημαίνει ότι βάζεις σε δεύτερη μοίρα ή αποσιωπάς τα πραγματικά και σημαντικά ζητήματα, όπως το τι εκφράζει ιδεολογικά ένα εκλογικό αποτέλεσμα, ποιες πολιτικές και πρακτικές εξυπηρετεί, με γνώμονα πάντα τα ζητήματα που αφορούν στην όξυνση και καλλιέργεια της ταξικής και επαναστατικής συνείδησης. Έτσι, όταν συμφέρει την πολιτικάντικη πρακτική μας ένα εκλογικό αποτέλεσμα, τότε το βάζουμε ως προμετωπίδα στην προπαγάνδα μας, ενώ όταν δε μας συμφέρει, το αγνοούμε ή το υποβαθμίζουμε ή ακόμη το λοιδορούμε. Συνεπώς δεν εστιάζεται η σκέψη, η κριτική και η δράση στο τι συνέπειες έχουν οι διάφορες τάσεις του «λαού», της κοινωνίας, είτε πλειοψηφικές είτε μειοψηφικές. Αν δηλαδή η πλειοψηφία του κόσμου θέλει ένα φασιστικό ή δικτατορικό καθεστώς αυτό πρέπει να γίνει σεβαστό; Εξάλλου στο όνομα αυτών των δύο ιδεολογημάτων («λαϊκή βούληση-εντολή») ανδρώνεται το καθεστώς Ερντογάν και πάνω εκεί στηρίζει το επιχείρημά του υπέρ της θανατικής ποινής. Οπότε κριτήριο του λόγου και της δράσης δεν μπορεί να είναι το «τι θέλει η πλειοψηφία» αλλά το τι είναι σωστό και εποικοδομητικό για τη χειραφέτηση των ανθρώπων και της κοινωνίας.
Η φράση «λαϊκή εντολή» είναι η αγαπημένη επωδός στα περισσότερα αριστερά κείμενα, καταγγελίες, ανακοινώσεις-δηλώσεις κλπ., γραπτά ή προφορικά. Από την άλλη, είναι εξίσου προσφιλής στους λόγους τόσο των δεξιών όσο και των κεντρόων-σοσιαλδημοκρατών, κάθε είδους πολιτικάντηδων και αστικών κομμάτων. Το ερώτημα που τίθεται είναι: έχει κάποιο πραγματικό νόημα και περιεχόμενο αυτή η έννοια ή είναι κενή; Είναι δηλαδή ένα ιδεολόγημα κατάλληλο για την διαχείριση του πλήθους και τις πολιτικάντικες τακτικές και χειρισμούς ή προσθέτει κάτι ουσιαστικό στην υπόθεση της κοινωνικής-ταξικής συνείδησης και της χειραφέτησης του κόσμου;
Ιδιαίτερα όσον αφορά το πρόσφατο δημοψήφισμα στη Βρετανία, αλλά και στον ελλαδικό χώρο τον προηγούμενο χρόνο, η «λαϊκή εντολή» χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον για να στηρίξει μια «αριστερή» ή «ριζοσπαστική» κριτική στην κυβέρνηση η οποία επικεντρώνεται στο πώς η εξουσία χρησιμοποιεί κάθε είδους τερτίπια για να παραβιάζει και να ακυρώνει τη «λαϊκή βούληση» – άλλη μια διφορούμενη και αόριστη έννοια. Εδώ όμως προκύπτει μια αντίφαση: δηλαδή το 60 ή 80 % είναι λαϊκή βούληση και το υπόλοιπο 40 ή 20 δεν είναι; Επομένως πρόκειται για μια έννοια με καθαρά ιδεολογικό περιεχόμενο, χωρίς πραγματική βάση και χωρίς επαναστατική «υπεραξία». Έτσι προκύπτει ότι διάφοροι «αριστεροί» και «επαναστάτες» κάνουν πολιτική και κοινωνικές παρεμβάσεις με όρους αστικής δημοκρατίας, δηλαδή αναπαράγοντας την κυρίαρχη ιδεολογία. Ή, για να δούμε την κατά κανόνα πολύπλοκη και σύνθετη πραγματικότητα, το 51% είναι λαϊκή εντολή και το 49% όχι; Και αν η αποχή είναι 20, 30 ή και 40%, αυτό το ποσοστό δεν αποτελεί έκφραση της «λαϊκής βούλησης»;
Το να επικεντρώνεις τον λόγο σου σε τέτοιες αφηρημένες και παραπλανητικές έννοιες σημαίνει ότι βάζεις σε δεύτερη μοίρα ή αποσιωπάς τα πραγματικά και σημαντικά ζητήματα, όπως το τι εκφράζει ιδεολογικά ένα εκλογικό αποτέλεσμα, ποιες πολιτικές και πρακτικές εξυπηρετεί, με γνώμονα πάντα τα ζητήματα που αφορούν στην όξυνση και καλλιέργεια της ταξικής και επαναστατικής συνείδησης. Έτσι, όταν συμφέρει την πολιτικάντικη πρακτική μας ένα εκλογικό αποτέλεσμα, τότε το βάζουμε ως προμετωπίδα στην προπαγάνδα μας, ενώ όταν δε μας συμφέρει, το αγνοούμε ή το υποβαθμίζουμε ή ακόμη το λοιδορούμε. Συνεπώς δεν εστιάζεται η σκέψη, η κριτική και η δράση στο τι συνέπειες έχουν οι διάφορες τάσεις του «λαού», της κοινωνίας, είτε πλειοψηφικές είτε μειοψηφικές. Αν δηλαδή η πλειοψηφία του κόσμου θέλει ένα φασιστικό ή δικτατορικό καθεστώς αυτό πρέπει να γίνει σεβαστό; Εξάλλου στο όνομα αυτών των δύο ιδεολογημάτων («λαϊκή βούληση-εντολή») ανδρώνεται το καθεστώς Ερντογάν και πάνω εκεί στηρίζει το επιχείρημά του υπέρ της θανατικής ποινής. Οπότε κριτήριο του λόγου και της δράσης δεν μπορεί να είναι το «τι θέλει η πλειοψηφία» αλλά το τι είναι σωστό και εποικοδομητικό για τη χειραφέτηση των ανθρώπων και της κοινωνίας.