Θα μπορούσε να υπάρχει μια κοινωνική λειτουργία για διανοούμενους πριν την επινόηση της γραφής; Δύσκολα. Υπήρχε πάντα μια κοινωνική λειτουργία για ιερείς μάγους, σαμάνους ή άλλους θεράποντες και κυρίους των τελετών και όλους εκείνους που σήμερα θα μπορούσαμε να τους ονομάσουμε καλλιτέχνες. Πως όμως θα μπορούσαν να υπάρχουν διανοούμενοι πριν την επινόηση της γραφής και της αρίθμησης, τα οποία χρειαζόταν να κατανοηθούν, να χειραγωγηθούν, να ερμηνευτούν, να διδαχθούν για διατηρηθούν; Όμως, από τη στιγμή που είχαν προκύψει τα σύγχρονα εργαλεία επικοινωνίας, υπολογισμού και κυρίως μνήμης. Οι ελάχιστες μειονότητες που ήταν οι κύριοι αυτών των δεξιοτήτων, πρέπει για ένα διάστημα να άσκησαν περισσότερη κοινωνική εξουσία από όση είχαν ποτέ οι διανοούμενοι.
Οι κύριοι της γραφής μπορούσαν, στις πρώιμες πόλεις των αγροτικών οικισμών της Μεσοποταμίας να γίνουν ο πρώτος «κλήρος», μια τάξη ιερατικών κυβερνητών. Ως τον 19ου αλλά και ως τον 20ο αιώνα το μονοπώλιο της γραφογνωσίας στον εγγράμματο, η αναγκαία εκπαίδευση για το χειρισμό της, συνεπάγονταν επίσης ένα μονοπώλιο εξουσίας, προστατευόμενο από το συναγωνισμό μέσω της εκπαίδευσης σε εξειδικευμένους, με λειτουργικό ή πολιτισμικό γόητρο, γραφτή γλώσσα.
Νίκη και συνεργασίαΗ πένα δεν ήταν ποτέ ισχυρότερη από το σπαθί. Οι πολεμιστές μπορούσαν πάντα να νικήσουν τους γραφιάδες, χωρίς όμως τους δεύτερους δεν μπορούσαν να υπάρξουν ούτε πολιτείες, ούτε ευρύτερες οικονομίες, πόσο μάλλον οι μεγάλες ιστορικές αυτοκρατορίες του παλαιού κόσμου. Οι μορφωμένοι προμήθευαν τις ιδεολογίες της αυτοκρατορικής συνοχής και τα στελέχη της διοίκησης της. Στη Κίνα μετατρέψανε του Μογγόλους καταχτητές σε αυτοκρατορικές δυναστείες, ενώ οι αυτοκρατορίες του Τζένγκινς Χαν, του Ταμερλάνου και του Αττίλα διαλύθηκαν σύντομα ελλείψει αυτών.
Οι πρώτοι κύριοι του εκπαιδευτικού μονοπωλίου έμελλε να γίνουν αυτό που ο Αντόνιο Γκράμσι ονόμασε «οι οργανικοί διανοούμενοι» όλων των μεγάλων συστημάτων πολιτικής κυριαρχίας. Όλα αυτά όμως ανήκουν στο παρελθόν.
Η ανάδυση μιας τάξης εγγραμμάτων λαϊκών στις περιφερειακές κοινές γλώσσες κατά τον ύστερο Μεσαίωνα δημιούργησε τη δυνατότητα διανοουμένων που ήταν λιγότερο στενά προσδιορισμένοι από την κοινωνική λειτουργία, να απευθύνονται, ως παραγωγοί και καταναλωτές φιλολογικών και άλλων πληροφοριών, σε μια νέα -αρχικά μικρή-, δημόσια σφαίρα. Η ανάδυση του σύγχρονου εδαφικού κράτους απαίτησε, για μια ακόμα φορά, ένα αυξανόμενο σώμα λειτουργών και άλλων «οργανικών διανοουμένων». Αυτοί εκπαιδεύονταν όλο και πιο συχνά σε εκσυγχρονισμένα πανεπιστήμια ή από τους δασκάλους δευτεροβάθμιων σχολείων που είχαν αποφοιτήσει απ’ αυτά. Η πρόοδος της καθολικής πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης -κυρίως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο- η τεράστια επέκταση της δευτεροβάθμιας και πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Δημιούργησαν από κοινού ένα μεγάλο απόθεμα εγγράμματων και διανοητικά εκπαιδευμένων, απείρως μεγαλύτερη από κάθε προηγούμενη εποχή. Παράλληλα, η εξαιρετική επέκταση της βιομηχανίας και των νέων τεχνολογιών στον 20ο αιώνα διεύρυνε μαζικά το οικονομικό πεδίο δράσης για διανοούμενους ασύνδετους από κάθε επίσημο μηχανισμό.
Αλματώδη εξέλιξηΩς τα μέσα του 19ου αιώνα, το σώμα των φοιτητών που έπαιξε σημαντικό ρόλο στις επαναστάσεις του 1848 αποτελούνταν από 4.000 νεαρούς, στην Πρωσία και 8.000 σε ολόκληρη την Αυτοκρατορία των Αψβούργων. Η καινοτομία αυτού του σώματος των «ελεύθερων διανοουμένων» δεν έγκειται απλά ότι μοιράζονταν την εκπαίδευση και την πολιτιστική γνώση των κυριάρχων τάξεων, -εξάλλου οι ίδιες αυτές τάξεις είχαν φιλολογική και πολιτιστική παιδεία,- αλλά το γεγονός πως είχαν μεγαλύτερες πιθανότητες να κερδίσουν τι ζωή τους ακριβώς ως ανεξάρτητοι. Νέες τεχνικές και επιστημονικές βιομηχανίες, θεσμοί για την παραγωγή επιστήμης και κουλτούρας, πανεπιστήμια, πεδία της δημοσιογραφίας, εκδόσεων και διαφήμισης, το θέατρο και την ψυχαγωγία, όλα αυτά προσέφεραν νέους τρόπους για να κερδίζει κάποιος το ψωμί του. Προς το τέλος του αιώνα η καπιταλιστική επιχείρηση είχε δημιουργήσει τόσο πολύ πλούτο, που ένας αριθμός παιδιών των άλλων εξαρτημένων τάξεων μπορούσαν να αφιερωθούν εξ ολοκλήρου σε διανοητικές και πολιτιστικές δραστηριότητες.
Αν εξαιρέσουμε την περιθωριακή ομάδων των μποέμ, οι ελεύθεροι διανοούμενοι δεν είχαν αναγνωρισμένη κοινωνική ταυτότητα. Μπορούσαν όμως να θεωρηθούν απλά μέλη της καλλιεργημένης αστικής τάξης, ή το πολύ μιας υποομάδας της. Μέχρι το 1850 η ομάδα αυτή δεν είχε χαρακτηριστεί ως συλλογικότητα «διανοούμενοι» ή «ιντελιγκέντσια». Αυτό συνέβη το 1860 στην ταραγμένη τσαρική Ρωσία και στη συνέχεια στη Γαλλία που συνταράχθηκε από την υπόθεση Ντρέιφους. Και στις δυο περιπτώσεις, εκείνο που έκανε αναγνωρίσιμους ως ομάδα, ήταν ο συνδυασμός διανοητικών δραστηριοτήτων και κριτικών παρεμβάσεων στην πολιτική. Ακόμα και σήμερα, η τρέχουσα γλώσσα τείνει συχνά να συνδέει «διανοούμενος» και «αντιπολιτευόμενος σημαίνει «πολιτικά μη αξιόπιστος». Ωστόσο, η εμφάνιση ενός μαζικού αναγνωστικού κοινού, κι επομένως το προπαγανδιστικό δυναμικό των νέων μέσων, προσέφερε απροσδόκητες δυνατότητες προβολής σε πασίγνωστους διανοούμενους, τους οποίους μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν και οι κυβερνήσεις.
Κριτικοί και κριτικήΟ 20ος αιώνας των επαναστάσεων και των ιδεολογικών θρησκευτικών πολέμων έμελε να γίνει η τυπική εποχή της πολιτικής στράτευσης των διανοουμένων. Δεν υπερασπίστηκαν μόνο την υπόθεσή τους στην εποχή των αντιφασισμού και αργότερα του κρατικού σοσιαλισμού, αλλά αναγνωρίστηκαν επιπλέον και από τις δυο πλευρές σαν καθιερωμένοι δημόσιοι πρωταγωνιστές του πνεύματος. Περίοδο δόξας τους στάθηκε το διάστημα ανάμεσα στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Αυτή ήταν η μεγάλη εποχή των κινητοποιήσεων ενάντια του πυρηνικού πολέμου, των τελευταίων ιμπεριαλιστικών πολέμων της παλαιάς Ευρώπης και των πρώτων της νέας παγκόσμια αμερικανικής Αυτοκρατορίας (Αλγερία, Σουέζ, Κούβα, Βιετνάμ κλπ), εναντίον των σοβιετικών εισβολών σε Ουγγαρία και Τσεχοσλοβακία, κ.ο.κ. Οι διανοούμενοι ήταν στην πρώτη γραμμή σχεδόν σε όλους αυτούς τους αγώνες.
Ένα τέτοιο παράδειγμα η βρετανική εκστρατεία για τον πυρηνικό εξοπλισμό, ξεκίνησε από τον γνωστό συγγραφέα και εκδότη του πιο φημισμένου εβδομαδιαίου περιοδικού της διανόησης της εποχής, ένα φυσικό και δύο δημοσιογράφους που εξέλεξαν πρόεδρο τον φιλόσοφο Μπέρτραντ Ράσελ. Κορυφαία ονόματα στην τέχνη και την λογοτεχνία έτρεξαν να πυκνώσουν τις γραμμές της από τον Μπέντζαμιν Μπρίτεν, Χέρνι Μουρ. Ε.Μ. Φόρστερ, Ε.Π. Τόμσον, δίνοντας εύρος και διάρκεια το ευρωπαϊκό κίνημα υπέρ του πυρηνικού αφοπλισμού. Οι πάντες γνώριζαν τα ονόματα μεγάλων Γάλλων διανοουμένων όπως οι Σαρτρ - Καμύ, όπως και των Ρώσων αντικαθεστωτικών Σολζενίτσιν και Ζαχάρωφ. Με λίγα λόγια ήταν επίσης η περίοδος εκείνη όπου, για πρώτη φορά από το 1848, τα πανεπιστήμια του δυτικού κόσμου, που τώρα είχαν επεκταθεί και πολλαπλασιαστεί, μπορούσαν να θεωρούνται από τις κυβερνήσεις του λίκνα πολιτικής και κοινωνικής αντιπολίτευσης και μερικές φορές επανάστασης.