ΤΩΡΑ ΟΙ ΤΡΙΛΙΕΣ
ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ που ἄκουγα
τά ξημερώματα πρέπει να ‘χουν φτάσει μακριά, να τρέχουν μιά δῶ μιά κεῖ και να συρράπτουν τά κομματάκια τῆς πραγματικότητας, τέτοιας πού τήν ἐκαταντήσαμε. Να μποροῦν οἱ θεοί να διαβάσουν τί γίνεται δῶ πέρα. Στα πλαϊνά μου τραπέζια οἱ ντόπιοι, αὐτοί ἔχουνε πέσει μέ τά μοῦτρα στίς ἐφημερίδες πού μόλις ἔφερε τό μεσημεριανό ἀεροπλάνο. Μυστήριοι ἄνθρωποι.
Ἡ κρίση τους εἶναι καθαρό μαχαίρι. Κόβει τά πράγματα σέ καλά καί κακά, μαῦρα καί ἄσπρα, ὅπως μᾶς τά ‘μαθε ἡ μάνα μας. Ἔτσι ὅμως κι ἐμπλακούν στα συνθήματα πού τους προσφέρουν μέ τόν δικό τους, δόλιο τρόπο οἰ πολιτικές παρατάξεις, ἡ καθαροσύνη αὐτή χάνεται. Καί τά μέν καί τά δε, εἶναι ὅλα καλά ἐάν βρίσκονται ἀπό τό μέρος μας, καί ὅλα κακά ἐάν βρίσκονται από τό ἄλλο. Δέν ὑπάρχει τρόπος νά χωριστοῦν αλλιῶς. Οὔτε κανείς βιοχημικος ἢ ὀφθαλμολόγος θά μποροῦσε νά μᾶς ἐξηγήσει πῶς γίνεται τόσο ἑτερόκλητα πράγματα ν’ ἀποκτοῦν ἔξαφνα τό ἴδιο χρῶμα καί νά θολώνουν τό ἴδιο μυαλό. Καί τό ὡραῖο εἶναι ὅτι σέ τελικήν ἀνάλυση, τή νύφη τήν πληρώνεις ἐσύ, πού βρίσκεσαι ἀπ’ τούς ἀπέξω
Ἔτσι ὅμως ἡ ψυχή μας ὑποχρεώνεται νά κυλήσει πάνω σέ δύο γραμμές που ἀδυνατοῦμε να παραλληλίσουμε. Ὁ ἐκτροχιασμός εἶναι ἀναπόφευκτος. Θεέ μου! Κι ἐγώ πού ὀνειρευόμουν νά παραλληλιστοῦν ἄλλου εἴδους γραμμές, κι ἀπέβλεπα στίς συντεταγμένες τοῦ γυμνοῦ σώματος καί τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἀλκῆς καί τῆς ἱερότητας, τοῦ παρθενικοῦ καί τοῦ ἡδυπαθοῦς! Πού ζητοῦσα νά καθαγιασθοῦν πρῶτα μέσα στό ἄδυτον τοῦ κάθε ἰδιώτη τά «κοινά», καί ἔτσι μόνον νά γίνουν κανόνες ζωῆς για ὅλους, μέ τό ἴδιο ἦθος καί τήν ἴδια δύναμη.
Οὐτοπία; Μπορεῖ˙ γιατί ὂχι; Μιά ἐκδοχή ἀνάμεσα στίς ἄλλες εἶναι κι αὐτή, μόνο πού ἔχει λιγότερες πιθανότητες. Κι ὕστερα κακολογοῦν τούς ποιητές ὅτι δέν ἔχουν τή δυναμη να ἀντιμετωπίσουν τήν πραγματικότητα, μόνον κάθονται καί ρεμβάζουν. Καλά κάνουν. Να βάζεις μέ τό νοῦ σου ἁβρά πράγματα, καί μάλιστα νά τά βλέπεις ἀπ’ τήν ἀνάποδη, χρειάζεται να ‘σαι σκληρός. Ἢ μήπως ἀδιάφορη καί σκληρή δέ δείχνει πάντα νά εἶναι μέσα στίς συμφορές μας ἡ φύση; Μα εἶναι; ‘Ἢ ζητάει τ’ ἀδύνατα; Νά ἐκπληρώσει τόν προορισμό της, χωρίς ν’ ἀφεθεί να κλονιστεῖ ἀπό τό χτυποκάρδι μας; Αὐτό εἶναι. Τό ‘νιωσα δυνατά στόνπόλεμο, πάνω στήν ὑποχώρηση τοῦ ’41, μέσα στό φούντωμα τῆς ἄνοιξης, ὅταν ἔδινα βουτιά στά ριζά τῶν ὁλάνθιστων σύδεντρων γιά νά καλυφθῶ ἀπό τά γερμανικά στούκας. Μέ το μάγουλο στο ὑγρό χῶμα ζητοῦσα βοήθεια, συμπόνια, προστασία˙ νά μοῦ ψιθυρίσουν αὐτά τά μπουμπουκιασμένα κλωνιά ἕναν παρήγορο λόγο. Τίποτε. Τό μόνο πού ζητοῦσαν ἦταν νά μοῦ ὑποβάλουν τό «αἰώνιο» πού εἶχαν ταχθεῖ ν’ ἀντιπροσωπεύουν.
Τούς ξέρω χρόνια,
τους παρακολουθῶ, τούς
μελετῶ σάν νά ‘τανε
πειραματόζωα. Στίς κοινωνικές τους σχέσεις, τις οἰκογενειακές ἀλλά καί τίς ἐπαγγελματικές, συμπεριφέρονται με μιάν εὐθύτητα καί μια ψυχική εὐγένεια πού μαρτυροῦν κοιτάσματα χρυσοῦ στό προγονικό τους ὑπέδαφος.
Ἡ κρίση τους εἶναι καθαρό μαχαίρι. Κόβει τά πράγματα σέ καλά καί κακά, μαῦρα καί ἄσπρα, ὅπως μᾶς τά ‘μαθε ἡ μάνα μας. Ἔτσι ὅμως κι ἐμπλακούν στα συνθήματα πού τους προσφέρουν μέ τόν δικό τους, δόλιο τρόπο οἰ πολιτικές παρατάξεις, ἡ καθαροσύνη αὐτή χάνεται. Καί τά μέν καί τά δε, εἶναι ὅλα καλά ἐάν βρίσκονται ἀπό τό μέρος μας, καί ὅλα κακά ἐάν βρίσκονται από τό ἄλλο. Δέν ὑπάρχει τρόπος νά χωριστοῦν αλλιῶς. Οὔτε κανείς βιοχημικος ἢ ὀφθαλμολόγος θά μποροῦσε νά μᾶς ἐξηγήσει πῶς γίνεται τόσο ἑτερόκλητα πράγματα ν’ ἀποκτοῦν ἔξαφνα τό ἴδιο χρῶμα καί νά θολώνουν τό ἴδιο μυαλό. Καί τό ὡραῖο εἶναι ὅτι σέ τελικήν ἀνάλυση, τή νύφη τήν πληρώνεις ἐσύ, πού βρίσκεσαι ἀπ’ τούς ἀπέξω
Δέν τολμᾶς νά τραβήξεις μιάν ἀπό τίς ἀξίες πού πιστεύεις ὅτι ικανοποιοῦν τήν ἐθνική σου φιλαυτία, καί βλέπεις νά βγαίνουν μαζί της ἔνα σωρό ἄνθρωποι τῶν χρηματιστηρίων, πού ἀνεβοκατεβαίνουν στήν κόλαση ὅπως στό σπίτι τους. Δέν κοτᾶς ν’ ἀγγίξεις μιάν ἀπό τίς ἀξίες πού ἱκανοποιούν τά αἰσθήματά σου γιά κοινωνική δικαιοσύνη, καί
βρίσκεσαι νά «κάνεις πορεία» μ’ ἔναν
συρφετό ἀνθρώπων
πού δέν ἔχουν
δική τους σκέψη ἀλλά
τήν περιμένουν ἀπό τόν
καθοδηγητή τους
Ἔτσι ὅμως ἡ ψυχή μας ὑποχρεώνεται νά κυλήσει πάνω σέ δύο γραμμές που ἀδυνατοῦμε να παραλληλίσουμε. Ὁ ἐκτροχιασμός εἶναι ἀναπόφευκτος. Θεέ μου! Κι ἐγώ πού ὀνειρευόμουν νά παραλληλιστοῦν ἄλλου εἴδους γραμμές, κι ἀπέβλεπα στίς συντεταγμένες τοῦ γυμνοῦ σώματος καί τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἀλκῆς καί τῆς ἱερότητας, τοῦ παρθενικοῦ καί τοῦ ἡδυπαθοῦς! Πού ζητοῦσα νά καθαγιασθοῦν πρῶτα μέσα στό ἄδυτον τοῦ κάθε ἰδιώτη τά «κοινά», καί ἔτσι μόνον νά γίνουν κανόνες ζωῆς για ὅλους, μέ τό ἴδιο ἦθος καί τήν ἴδια δύναμη.
Οὐτοπία; Μπορεῖ˙ γιατί ὂχι; Μιά ἐκδοχή ἀνάμεσα στίς ἄλλες εἶναι κι αὐτή, μόνο πού ἔχει λιγότερες πιθανότητες. Κι ὕστερα κακολογοῦν τούς ποιητές ὅτι δέν ἔχουν τή δυναμη να ἀντιμετωπίσουν τήν πραγματικότητα, μόνον κάθονται καί ρεμβάζουν. Καλά κάνουν. Να βάζεις μέ τό νοῦ σου ἁβρά πράγματα, καί μάλιστα νά τά βλέπεις ἀπ’ τήν ἀνάποδη, χρειάζεται να ‘σαι σκληρός. Ἢ μήπως ἀδιάφορη καί σκληρή δέ δείχνει πάντα νά εἶναι μέσα στίς συμφορές μας ἡ φύση; Μα εἶναι; ‘Ἢ ζητάει τ’ ἀδύνατα; Νά ἐκπληρώσει τόν προορισμό της, χωρίς ν’ ἀφεθεί να κλονιστεῖ ἀπό τό χτυποκάρδι μας; Αὐτό εἶναι. Τό ‘νιωσα δυνατά στόνπόλεμο, πάνω στήν ὑποχώρηση τοῦ ’41, μέσα στό φούντωμα τῆς ἄνοιξης, ὅταν ἔδινα βουτιά στά ριζά τῶν ὁλάνθιστων σύδεντρων γιά νά καλυφθῶ ἀπό τά γερμανικά στούκας. Μέ το μάγουλο στο ὑγρό χῶμα ζητοῦσα βοήθεια, συμπόνια, προστασία˙ νά μοῦ ψιθυρίσουν αὐτά τά μπουμπουκιασμένα κλωνιά ἕναν παρήγορο λόγο. Τίποτε. Τό μόνο πού ζητοῦσαν ἦταν νά μοῦ ὑποβάλουν τό «αἰώνιο» πού εἶχαν ταχθεῖ ν’ ἀντιπροσωπεύουν.
Ἔτσι ὁ ποιητής. Σκληρός. Καί νά ζητάει τ’ ἀδύνατα.
Ὢ νά μπορούσανε, λέει, καί τά ὀργανωμένα κράτη νά διαμορφώσουν μιά δημόσια ζωή μέ νόμους σάν αὐτούς πού διέπουν τό ἄτομο. Νά ἐπιφοιτοῦσε στά κοινά ἡ ψυχή, καί μια διαταγή τοῦ ὑπουργείου Ὑγείας νά ξαπόστελνε στά εργοστάσια ἐπεξεργασίας ἀπορριμμάτων ὅλες τίς πενταροδεκάρες τῶν συμφερόντων, γιά νά βγοῦν ἔστω καί λίγα γραμμάρια ὁμορφιᾶς. Νά ἔπαιρνε πότε πότε ἡ συνεδρίαση τοῦ Κοινοβουλίου τίς προεκτάσεις πού παίρνει ἕνα δάκρυ ὅταν διαθλᾶ τίς ἀθλιότητες ὅλες κι ἀπομένει νά λάμπει σάν μονόπετρο. Κοντολογίς, να μπορούσαν καί τή σημασία τῶν λαῶν νά τή μετρᾶνε ὄχι ἀπό τό πόσα κεφάλια διαθέτουνε για μακέλεμα, ὅπως συμβαίνει στίς ἡμέρες μας, ἀλλά ἀπ’ τό πόση εὐγένεια παράγουν, ἀκόμη και κάτω ἀπό τίς πιό δυσμενεῖς καί βάναυσες συνθῆκες, ὅπως ὁ δικός μας ὁ λαός στά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, ὅπου τό παραμικρό κεντητό πουκάμισο, τό πιό φτηνό βαρκάκι, τό πιό ταπεινό
ἐκκλησάκι, τό τέμπλο, τό κιούπι τό χράμι ὅλα τους αποπνέανε μιάν ἀρχοντιά κατά τι ἀνώτερη των Λουδοβίκων.
Τί σταμάτησε αὐτά τά κινήματα ψυχῆς πού ἀξιώθηκαν κι ἔφτασαν ὣς τίς
κοινότητες; Ποιός καπάκωσε μιά τέτοιου είδους ἀρετή, πού μπορούσε μιά μέρα νά μᾶς ὁδηγήσει σ’ ἕνα ἰδιότυπο, κομμένο στά μέτρα τῆς χώρας πολίτευμα; Ὅπου τό κοινόν αἴσθημα νά συμπίπτει μέ κεῖνο τῶν ἀρίστων. Τί ἔγινε ἡ φύση πού μαντεύουμε ἀλλά δέν τή βλέπουμε; Ὁ ἀέρας πού ακοῦμε ἀλλά δέν τόν εἰσπνέουμε;
Κουράστηκα νά τά λέω. Θά ‘θελα νά μήν εἶχα πιά τίποτα νά πώ, ἀλλά πῶς˙ πού νιώθω νά ‘μια ἀκόμη γεμάτος, φορτωμένος μέ τόνους ἀνέμων, τσουβάλια Ἰουλίων, καλαθοῦνες ἀνθέων… Τά μώβ ξεχειλίζουν. Τά σκοῦρα μοῦ κόβουν τούς ἀγκῶνες. Πολλά γαιώδη μουλιάζουν τά ρούχα μου. Ἄλλα, ἐλαφρότερα, γίνονται στοές, ρόπτρα, γεφυράκια, τροῦλοι. Ἀνάγκη να ξεφορτώσω. Πῶς ὅμως, πού αὐτά πλέον ἔγιναν στοιχεῖα τοῦ ὀργανισμού μου;
Ἔτσι καί τ’ ἀδειάσω, ἔσβησα.
Πηγή: Το Ραφείο
*Το παρόν κείμενο αποτελεί απόσπασμα(σελ.:20 – 27) από το βιβλίο “ὀδυσσέας ἐλύτης τά δημόσια και τα ἰδιωτικά” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ.
Ὢ νά μπορούσανε, λέει, καί τά ὀργανωμένα κράτη νά διαμορφώσουν μιά δημόσια ζωή μέ νόμους σάν αὐτούς πού διέπουν τό ἄτομο. Νά ἐπιφοιτοῦσε στά κοινά ἡ ψυχή, καί μια διαταγή τοῦ ὑπουργείου Ὑγείας νά ξαπόστελνε στά εργοστάσια ἐπεξεργασίας ἀπορριμμάτων ὅλες τίς πενταροδεκάρες τῶν συμφερόντων, γιά νά βγοῦν ἔστω καί λίγα γραμμάρια ὁμορφιᾶς. Νά ἔπαιρνε πότε πότε ἡ συνεδρίαση τοῦ Κοινοβουλίου τίς προεκτάσεις πού παίρνει ἕνα δάκρυ ὅταν διαθλᾶ τίς ἀθλιότητες ὅλες κι ἀπομένει νά λάμπει σάν μονόπετρο. Κοντολογίς, να μπορούσαν καί τή σημασία τῶν λαῶν νά τή μετρᾶνε ὄχι ἀπό τό πόσα κεφάλια διαθέτουνε για μακέλεμα, ὅπως συμβαίνει στίς ἡμέρες μας, ἀλλά ἀπ’ τό πόση εὐγένεια παράγουν, ἀκόμη και κάτω ἀπό τίς πιό δυσμενεῖς καί βάναυσες συνθῆκες, ὅπως ὁ δικός μας ὁ λαός στά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, ὅπου τό παραμικρό κεντητό πουκάμισο, τό πιό φτηνό βαρκάκι, τό πιό ταπεινό
ἐκκλησάκι, τό τέμπλο, τό κιούπι τό χράμι ὅλα τους αποπνέανε μιάν ἀρχοντιά κατά τι ἀνώτερη των Λουδοβίκων.
Τί σταμάτησε αὐτά τά κινήματα ψυχῆς πού ἀξιώθηκαν κι ἔφτασαν ὣς τίς
κοινότητες; Ποιός καπάκωσε μιά τέτοιου είδους ἀρετή, πού μπορούσε μιά μέρα νά μᾶς ὁδηγήσει σ’ ἕνα ἰδιότυπο, κομμένο στά μέτρα τῆς χώρας πολίτευμα; Ὅπου τό κοινόν αἴσθημα νά συμπίπτει μέ κεῖνο τῶν ἀρίστων. Τί ἔγινε ἡ φύση πού μαντεύουμε ἀλλά δέν τή βλέπουμε; Ὁ ἀέρας πού ακοῦμε ἀλλά δέν τόν εἰσπνέουμε;
Κουράστηκα νά τά λέω. Θά ‘θελα νά μήν εἶχα πιά τίποτα νά πώ, ἀλλά πῶς˙ πού νιώθω νά ‘μια ἀκόμη γεμάτος, φορτωμένος μέ τόνους ἀνέμων, τσουβάλια Ἰουλίων, καλαθοῦνες ἀνθέων… Τά μώβ ξεχειλίζουν. Τά σκοῦρα μοῦ κόβουν τούς ἀγκῶνες. Πολλά γαιώδη μουλιάζουν τά ρούχα μου. Ἄλλα, ἐλαφρότερα, γίνονται στοές, ρόπτρα, γεφυράκια, τροῦλοι. Ἀνάγκη να ξεφορτώσω. Πῶς ὅμως, πού αὐτά πλέον ἔγιναν στοιχεῖα τοῦ ὀργανισμού μου;
Ἔτσι καί τ’ ἀδειάσω, ἔσβησα.
Πηγή: Το Ραφείο
*Το παρόν κείμενο αποτελεί απόσπασμα(σελ.:20 – 27) από το βιβλίο “ὀδυσσέας ἐλύτης τά δημόσια και τα ἰδιωτικά” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου