Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2014

Τα δημόσια και τα ιδιωτικά (Απόσπασμα) - Οδ. Ελύτης

ΤΩΡΑ ΟΙ ΤΡΙΛΙΕΣ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ που κουγα τά ξημερώματα πρέπει να ‘χουν φτάσει μακριά, να τρέχουν μιά δ μιά κε και να συρράπτουν τά κομματάκια τς πραγματικότητας, τέτοιας πού τήν καταντήσαμε. Να μπορον ο θεοί να διαβάσουν τί γίνεται δ πέρα. Στα πλαϊνά μου τραπέζια ο ντόπιοι, ατοί χουνε πέσει μέ τά μοτρα στίς φημερίδες πού μόλις φερε τό μεσημεριανό εροπλάνο. Μυστήριοι νθρωποι.

Τούς ξέρω χρόνια, τους παρακολουθ, τούς μελετ σάν νά ‘τανε πειραματόζωα. Στίς κοινωνικές τους σχέσεις, τις οκογενειακές λλά καί τίς παγγελματικές, συμπεριφέρονται με μιάν εθύτητα καί μια ψυχική εγένεια πού μαρτυρον κοιτάσματα χρυσο στό προγονικό τους πέδαφος.

κρίση τους εναι καθαρό μαχαίρι. Κόβει τά πράγματα σέ καλά καί κακά, μαρα καί σπρα, πως μς τά ‘μαθε μάνα μας. τσι μως κι μπλακούν στα συνθήματα πού τους προσφέρουν μέ τόν δικό τους, δόλιο τρόπο ο πολιτικές παρατάξεις, καθαροσύνη ατή χάνεται. Καί τά μέν καί τά δε, εναι λα καλά άν βρίσκονται πό τό μέρος μας, καί λα κακά άν βρίσκονται από τό λλο. Δέν πάρχει τρόπος νά χωριστον αλλις. Οτε κανείς βιοχημικος φθαλμολόγος θά μποροσε νά μς ξηγήσει πς γίνεται τόσο τερόκλητα πράγματα ν’ ποκτον ξαφνα τό διο χρμα καί νά θολώνουν τό διο μυαλό. Καί τό ραο εναι τι σέ τελικήν νάλυση, τή νύφη τήν πληρώνεις σύ, πού βρίσκεσαι π’ τούς πέξω
Δέν τολμς νά τραβήξεις μιάν πό τίς ξίες πού πιστεύεις τι ικανοποιον τήν θνική σου  φιλαυτία, καί βλέπεις νά βγαίνουν μαζί της να σωρό νθρωποι τν χρηματιστηρίων, πού νεβοκατεβαίνουν στήν κόλαση πως στό σπίτι τους. Δέν κοτς ν’ γγίξεις μιάν πό τίς ξίες πού κανοποιούν τά ασθήματά σου γιά κοινωνική δικαιοσύνη, καί βρίσκεσαι νά «κάνεις πορεία» μ’ ναν συρφετό νθρώπων πού δέν χουν δική τους σκέψη λλά τήν περιμένουν πό τόν καθοδηγητή τους

τσι μως ψυχή μας ποχρεώνεται νά κυλήσει πάνω σέ δύο γραμμές που δυνατομε να παραλληλίσουμε. κτροχιασμός εναι ναπόφευκτος. Θεέ μου! Κι γώ πού νειρευόμουν νά παραλληλιστον λλου εδους γραμμές, κι πέβλεπα στίς συντεταγμένες το γυμνο σώματος καί τς δικαιοσύνης, τς λκς καί τς ερότητας, το παρθενικο καί το δυπαθος! Πού ζητοσα νά καθαγιασθον πρτα μέσα στό δυτον το κάθε διώτη τά «κοινά», καί τσι μόνον νά γίνουν κανόνες ζως για λους, μέ τό διο θος καί τήν δια δύναμη.

Ο
τοπία; Μπορε˙ γιατί χι; Μιά κδοχή νάμεσα στίς λλες εναι κι ατή, μόνο πού χει λιγότερες πιθανότητες. Κι στερα κακολογον τούς ποιητές τι δέν χουν τή δυναμη να ντιμετωπίσουν τήν πραγματικότητα, μόνον κάθονται καί ρεμβάζουν. Καλά κάνουν. Να βάζεις μέ τό νο σου βρά πράγματα, καί μάλιστα νά τά βλέπεις π’ τήν νάποδη, χρειάζεται να ‘σαι σκληρός. μήπως διάφορη καί σκληρή δέ δείχνει πάντα νά εναι μέσα στίς συμφορές μας φύση; Μα εναι; ‘ ζητάει τ’ δύνατα; Νά κπληρώσει τόν προορισμό της, χωρίς ν’ φεθεί να κλονιστε πό τό χτυποκάρδι μας; Ατό εναι. Τό ‘νιωσα δυνατά στόνπόλεμο, πάνω στήν ποχώρηση το ’41, μέσα στό φούντωμα τς νοιξης, ταν δινα βουτιά στά ριζά τν λάνθιστων σύδεντρων γιά νά καλυφθ πό τά γερμανικά στούκας. Μέ το μάγουλο στο γρό χμα ζητοσα βοήθεια, συμπόνια, προστασία˙ νά μο ψιθυρίσουν ατά τά μπουμπουκιασμένα κλωνιά ναν παρήγορο λόγο. Τίποτε. Τό μόνο πού ζητοσαν ταν νά μο ποβάλουν τό «αώνιο» πού εχαν ταχθε ν’ ντιπροσωπεύουν.


τσι ποιητής. Σκληρός. Καί νά ζητάει τ’ δύνατα.
νά μπορούσανε, λέει, καί τά ργανωμένα κράτη νά διαμορφώσουν μιά δημόσια ζωή μέ νόμους σάν ατούς πού διέπουν τό τομο. Νά πιφοιτοσε στά κοινά ψυχή, καί μια διαταγή το πουργείου γείας νά ξαπόστελνε στά εργοστάσια πεξεργασίας πορριμμάτων λες τίς πενταροδεκάρες τν συμφερόντων, γιά νά βγον στω καί λίγα γραμμάρια μορφις. Νά παιρνε πότε πότε συνεδρίαση το Κοινοβουλίου τίς προεκτάσεις πού παίρνει να δάκρυ ταν διαθλ τίς θλιότητες λες κι πομένει νά λάμπει σάν μονόπετρο. Κοντολογίς, να μπορούσαν καί τή σημασία τν λαν νά τή μετρνε χι πό τό πόσα κεφάλια διαθέτουνε για μακέλεμα, πως συμβαίνει στίς μέρες μας, λλά π’ τό πόση εγένεια παράγουν, κόμη και κάτω πό τίς πιό δυσμενες καί βάναυσες συνθκες, πως δικός μας λαός στά χρόνια τς Τουρκοκρατίας, που τό παραμικρό κεντητό πουκάμισο, τό πιό φτηνό βαρκάκι, τό πιό ταπεινό
κκλησάκι, τό τέμπλο, τό κιούπι τό χράμι λα τους αποπνέανε μιάν ρχοντιά κατά τι νώτερη των Λουδοβίκων.

Τί σταμάτησε α
τά τά κινήματα ψυχς πού ξιώθηκαν κι φτασαν ς τίς
κοινότητες; Ποιός καπάκωσε μιά τέτοιου είδους
ρετή, πού μπορούσε μιά μέρα νά μς δηγήσει σ’ να διότυπο, κομμένο στά μέτρα τς χώρας πολίτευμα; που τό κοινόν ασθημα νά συμπίπτει μέ κενο τν ρίστων. Τί γινε φύση πού μαντεύουμε λλά δέν τή βλέπουμε; έρας πού ακομε λλά δέν τόν εσπνέουμε;

Κουράστηκα νά τά λέω. Θά ‘θελα νά μήν εχα πιά τίποτα νά πώ, λλά πς˙ πού νιώθω νά ‘μια κόμη γεμάτος, φορτωμένος μέ τόνους νέμων, τσουβάλια ουλίων, καλαθονες νθέων… Τά μώβ ξεχειλίζουν. Τά σκορα μο κόβουν τούς γκνες. Πολλά γαιώδη μουλιάζουν τά ρούχα μου. λλα, λαφρότερα, γίνονται στοές, ρόπτρα, γεφυράκια, τρολοι. νάγκη να ξεφορτώσω. Πς μως, πού ατά πλέον γιναν στοιχεα το ργανισμού μου;

τσι καί τ’ δειάσω, σβησα.

Πηγή:
Το Ραφείο

*Το παρόν κείμενο αποτελεί απόσπασμα(σελ.:20 – 27) από το βιβλίο
δυσσέας λύτης τά δημόσια και τα διωτικά” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου