Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1944, ὁ ἀγώνας τοῦ λαοῦ τῆς Ἀθήνας παίρνει τρομαχτική
σκληρότητα. Οἱ Ἀνατολικές Συνοικίες ρίχνουν τὸ σύνθημα : «Λευτεριὰ ἤ Θάνατος!»
Οἱ Γερμανοὶ κι’ οἱ ἐθνοπροδότες βλέπουν τὸ τέλος τους νὰ πλησιάζη καὶ χτυποῦν μὲ
κανόνια καὶ τάνκς. Οἱ μάχες ἄρχισαν τὴν 1η Αὐγούστου καὶ βάστηξαν συνέχεια 9
μέρες. Ἄρχισαν μὲ μιὰ φοβερή ἐπίθεση 1000 Γερμανοράλληδων ἐνάντια στὴν
Καισαριανἠ - Βύρωνα – Γούβα - Ὑμηττό. Στὶς 3, 4, 5, 6 τοῦ μῆνα οἱ ἐπιθέσεις ἀρχίζουν
ἀπ’ τὸ Νέο Κόσμο – Κατοπόδι, ὅπου ὁ ἐχθρὸς ξεμπαρκάρει στὴν περιοχὴ μὲ αὐτοκίνητο
καὶ καταλήγουν πάντα στὴν Καισαριανή.
Στὶς 4 Αὐγούστου ἔχομε τὴ «Σφαγὴ τῶν Γύφτων».
Τὴν αὐγὴ ἐκείνης τῆς μέρας μπλοκάρουνται τὰ Νέα Σφαγεῖα. Τὴν ἐπιχείρηση ἀνέλαβε τὸ ἑλληνικό μηχανοκίνητο τάγμα τῆς Βάθης. Ὁ ἐθνικοαπελευθερωτικὸς στρατὸς τῆς περιοχῆς τοὺς ὑποδέχεται καὶ τοὺς σκορπίζει. Ἡ σύγκρουση ἐξακολούθησε ὅλη τὴ μέρα μὲ ἐναλλαγές κι’ ἀπώλειες κι’ ἀπ’ τὰ δύο μέρη.
Οἱ Γερμανοὶ ταμπουρωμένοι στὴ Σιβιτανίδειο Σχολή κατοπτεύουν μὲ ἀγωνία μὲ τὰ κυάλια. Στὶς 6 τὸ ἀπόγευμα 20 Γερμανοὶ βγαίνουν ἀπ’ τὴ Σχολὴ καὶ τραβοῦν σὲ τάξη μάχης κατὰ τὶς Τρεῖς Γέφυρες.
Σὲ λίγο καταφθάνουν καὶ οἱ «Ἕλληνες» κουβαλώντας μέσα σὲ αὐτοκίνητα καμμιά 150ριὰ ἄντρες καὶ παιδιά. Τοὺς ξεφορτώνουν μὲσα σὲ μάντρα ὅπου κατοικούσανε γύφτοι.
Ἐκεῖ τοὺς βρίζουν, τοὺς χτυποὺν, τοὺς ψάχνουν, ξεχωρίζουν ποῦ καὶ ποῦ κανέναν καὶ στὸ τέλος τραβοῦν 30 σ’ ἕνα δωμάτιο τῆς Σχολῆς. Ἐκεῖ μπροστὰ στοὺς ἀξιωματικοὺς ἀρχίζουν τὰ μαρτύρια τῆς ἀνακρίσεως : «Λέγε κερατᾶ, τι ξέρεις, τὸ σταυρὸ σου, μαρτύρησε!» καὶ δόστου κλωτσιές καὶ βουρδουλιὲς μὲ τὸ συρμάτινο βούρδουλα.
Γιὰ νὰ σκεπάσουν τὶς φωνές, ἀνοίγουνε τὰ ραδιόφωνα, ἀλλὰ τὰ βογγητὰ ἀκούγονται ἀπ’ ὅλη τὴν περιοχὴ. Ὁ θρῆνος αὐτὸς βάσταξε τρεῖς ὁλόκληρες ὧρες.
Κατὰ τὰ μεσάνυχτα διατάσσεται νεκρική σιωπή. Τότε διαβάζεται μιὰ διαταγή : «Ἐπειδὴ τὶς ἀπογευνατινές ὧρες τραυματίστηκε κάποιος Γερμανὸς στρατιώτης, μὲ ἀπόφαση τοῦ διοικητοῦ τῆς Σχολῆς θὰ τουφεκιστοῦν ἐπί τόπου 15 ἀπὸ τοὺς συλληφθέντες».
Δὲν περιγράφεται τὸ τι ἐπακολούθησε . Ἡ γειτονιὰ σηκώθηκε στὸ πόδι. Οἱ μελλοθάνατοι ἀποχαιρετοῦσαν κι’ ἔπεφτε ὁ ἕνας στὴν ἀγκαλιά τοῦ ἄλλου. Δύο, ἀδέρφια παλεύουν νὰ πάρη ὁ ἕνας τὴ θέση τοῦ ἄλλου στὸ θάνατο γιὰ νὰ γλυτώση ὁ ἀδερφός του. Οἱ ἄνδρες τῆς ἀσφάλειας πέφτουν ἀπάνω του καὶ τοὺς χτυποῦν μὲ λύσσα ἐπειδὴ δὲν μποροῦν νὰ τοὺς γνωρίσουν. Τότε ὁ Γερμανὸς ρωτᾶ τὸν διερμηνέα τὶ γίνεται, κι’ ὅταν μαθαίνη τὴν αἰτία, χαρίζει καὶ στοὺς δύο τὴ ζωὴ.
Ἔτσι ἀπὸ τὴ φάλαγγα ἀπόμειναν 14. Οἱ «Ἕλληνες» τοὺς σπρώχνουν, χτυπώντας καὶ κλωτσώντας, στὸν τόπο της ἐχτέλεσης. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἀκούγεται μέσα στὴ σιωπή μιὰ ψιλή φωνοῦλα : «Μανοῦλα μου, ποῦ εἶσαι; …». Ἦταν ἕνα παιδάκι ἀνάμεσα στοὺς μελλοθανάτους ποὺ φώναζε τὴ μάνα του. Ὁ Γερμανὸς τὸ λυπήθηκε καὶ τὸ ἐλευθερώνει.
Ἡ φάλαγγα κατέβηκε τώρα στοὺς 13 καταδίκους. Καὶ ἡ πομπὴ τραβᾶ τὸ δρόμο της. Τότε ἀκούστηκε ἄλλη μιὰ ἀνατριχιαστικὴ φωνή : «Μανούλα μου, ἔβγα νὰ μὲ δῆς γιὰ τελευταία φορά…» Αὐτὸς ἦταν ὁ Γιώργης Σαράφογλου ποὺ περνοῦσε ἐκείνη τὴν ὥρα κοντὰ ἀπ’ τὸ σπίτι του, κι’ ἐφώναζε τὴ μάνα του μὰ ἡ μάνα του δὲν πρόλαβε νὰ βγῆ νὰ τὸν δῆ…
Ἡ πομπή ἔφτασε σὲ λίγο στὸν τόπο τῆς ἐκτελέσεως, στὸ ρέμα τῆς Καλλιρόης.
Δύο φωτοβολίδες ἔδωσαν τὸ σύνθημα. Ἀμέσως ὔστερα ἀκούστηκε ὁ κρότος τοῦ πολυβόλου. Κι’ ἀμέσως ὕστερα γέμισε τὸν ἀγέρα τοῦ θανάτου τὸ βογγητό.
Τότε οἱ «Ἕλληνες» που παραστάθηκαν στὴν ἐκτέλεση ἄφησαν σωριασμένα τὰ πτώματα, κι’ ἔφυγαν τραγουδώντας. Σὲ μιὰ στιγμὴ στὴ γειτονιὰ ἀκούγεται νὰ χτυποῦν σὲ μιὰ πόρτα : «Ἀνοίξτε, θέλω νερὸ!» Οἱ ἔνοικοι ἀνοίγουν τρομαγμένοι τὴν πόρτα. Ἦταν ἕνας τσολιᾶς μὲ καταματωμένα χέρια ποὺ γύρευε νὰ ξεπλύνη τὰ αἵματα.
Μαθεύτηκε τὴν ἄλλη μέρα ὅτι εἶχε βγάλει τὰ δόντια ἑνὸς σκοτωμένου.
Δὲν εἶχε φέξει ἀκόμα κι’ ἡ γειτονιὰ πλημμύρισε τὸν τόπο γιὰ νὰ δῆ τοὺς νεκροὺς. Ἦταν μόνο 11. Δύο χτυπημένοι σύρθηκαν κάτω ἀπ’ τὰ πτώματα καὶ σώθηκαν.
Ἄνάμεσα στὰ πτώματα οἱ 6 ἤτανε γύφτοι. Μὲ τ’ ὄνομα τους συνδέθηκε ἐκείνη ἡ τραγωδία, ποὺ ἔμεινε γνωστὴ στὴν ἱστορία τοῦ ἀγῶνα μας μὲ τὸ φοβερὸ τίτλο : «Ἡ Σφαγὴ τῶν Γύφτων».
Στὶς 7 τοῦ Αὐγούστου εἴχαμε τὸ μεγάλο μπλόκο τοῦ Βύρωνα.
Στὶς 2 του μεσημέρι βγήκανε τὰ χωνιὰ στὴ γειτονιὰ καὶ σάλπισαν : «Προσοχή – Προσοχή! Ἔρχονται οἱ Γερμανοὶ ἀπ’ τὸ Παγκράτι! Ὅλοι οἱ ἄντρες κρυφθῆτε! Ὅλοι οἱ ἄντρες κρυφθῆτε! Σᾶς φρουρεῖ ὁ ΕΛΑΣ!»
Στὶς 2 του μεσημέρι βγήκανε τὰ χωνιὰ στὴ γειτονιὰ καὶ σάλπισαν : «Προσοχή – Προσοχή! Ἔρχονται οἱ Γερμανοὶ ἀπ’ τὸ Παγκράτι! Ὅλοι οἱ ἄντρες κρυφθῆτε! Ὅλοι οἱ ἄντρες κρυφθῆτε! Σᾶς φρουρεῖ ὁ ΕΛΑΣ!»
Τὰ παλληκάρια φρουροῦσαν μὲ τὶς 5 ἀραβίδες καὶ τὸ ἕνα αὐτόματο ποὺ εἶχε ὁ λόχος τῆς περιοχῆς κι’ ἔτσι 4.000 Βυρωνιῶτες κατάφεραν νὰ διαφύγουν στοὺς γύρω συνοικισμούς.
Μόλις ἔφτασαν οἱ Γερμανοὶ τηλεφωνοῦν γιὰ ἐνίσχυση. Σὲ λίγο καταφθάνουν οἱ «Ἕλληνες». Πολλοί τους εἶναι ντυμένοι μὲ γερμανικὴ στολή, καὶ ἔχουν ἐπικεφαλῆς τὸ λοχαγὸ τῆς χωροφυλακῆς Τ.Γ.
Τότε ἄρχισε το μεγάλο κακό. Ξεχύνονται στοὺς δρόμους τῆς συνοικίας μὲ πυροβολισμοὺς, σέρνουν ἀπ’ τὰ μαλλιὰ τοὺς ἄντρες μες στοὺς δρόμους, χτυπώντας τους μὲ ὑποκόπανους καὶ κλωτσιές. Κάποιος νέος δὲν τοὺς ακολουθεῖ καὶ τὸν σκοτώνουν ἐπὶ τόπου στὴν πλατεῖα τοῦ Ἁγίου Λαζάρου.
Μαζεύουν τοὺς 1000 ποὺ ἔμειναν καὶ τοὺς συγκεντρώνουν διακόσιες πεντάδες. Τοὺς ἀναγγέλουν πὼς θὰ τοὺς σκοτώσουν, γιατὶ τραυματίστηκε στὸ χέρι ἕνας Γερμανὸς. Τότε πετοῦνται δυὸ λεβέντες ΕΠΟΝίτες καὶ φωνάζουν : «Σκοτῶστε ἐμᾶς, εἴμαστε κομμουνιστὲς κι’ ἐμεῖς τοὺς τραυματίσαμε, οἱ ἄλλοι ὅλοι εἶναι ἀθῶοι!»
Ὁ Γερμανὸς τότε τοὺς παίρνει καὶ τοὺς περιφέρει μπροστὰ στὶς 5άδες γιὰ νὰ μαρτυρήσουν κι’ ἄλλους. Μὰ δὲν μαρτύρησαν κανέναν. Καὶ τότε βγάζει τὸ πιστόλι καὶ τοὺς σκοτώνει ἐκεῖ μπροστὰ, καὶ πολλοὶ ραντιστήκανε τριγύρω μὲ τὰ αἵματα τους.
«Ο Γερμανὸς ξεχώριζε, ἄλλους δέκα ἀπ’ τὸ σωρὸ καὶ τοὺς παραδίνει στὸν "Ἕλληνα" λοχαγὸ τῆς Χωροφυλακῆς Τ.Γ. Αὐτὸς τοὺς στήνει σ’ ἕναν τοῖχο στὴν ὁδὸν Σμύρνης ἀριθ. 10, ὅπου φαίνουνται ἀκόμα οἱ τρύπες τῶν σφαιρῶν.
* * *
Ἦταν ἀνάμεσα στοὺς μελλοθανάτους κι’ ἕνας νέος γαμπρός μιᾶς βδομάδας. Αὐτὸς κάνει ἀπόπειρα καὶ πηδᾶ ἔξω ἀπ’ τὴ μάντρα μήπως μπορέσει καὶ γλύτωσε μὰ ἕνας τσολιᾶς τὸν κυνηγᾶ, τὸν προλαβαίνει, τὸν τραυματίζει, τὸν ἀποτελειώνει μὲ τὸ πιστόλι του στὸ ἐκτελεστικὸ ἀπόσπασμα.
Τὸ παράγγελμα τῆς βολῆς δόθηκε ἀπ’ τὸν " Ἕλληνα" λοχαγὸ.
Μόλις τὰ πτώματα κυλίστηκαν χάμω, ξετρύπωσε ἀπ’ τὸ σωρὸ ἕνα παιδὶ 15 χρονῶν κι’ ἐφώναξε : «Ἐνὼ εἶμαι ζωντανὸς! Ἐγώ εἶμαι ζωντανὸς!» Κι’ ἔτρεχε ἐδῶ κι’ ἐκεῖ μὲ τὰ μάτια πεταμένα ἔξω ἀπ’ τὴν ἀγωνία, προσπαθῶντας νὰ κρυφτῆ μέσα στὸν κόσμο γιὰ νὰ μην τὸν ξαναπιάσουν. Τὸ παιδὶ ἦταν ζωντανὸ εἶχε γλυτώσει, ἀλλ’ εἶχε τρελλαθῆ! Ὁ πατέρας του βρισκόταν ἀνάμεσα στοὺς 1000 ὁμήρους, ποὺ στάλθηκαν ὅλοι στὴ Γερμανία.
Μὲς στὸ συνοικισμὸ ἄκουγες ἕνα ἀτέλειωτο θρῆνο ἕνα ἀνατριχιαστικὸ μοιρολόϊ. Ἦταν οἱ οἰκογένειες τῶν 10.000 οἰκογενειῶν ποὺ κλαῖγαν τοὺς χαμένους τους.
Τὴν ἴδια ὥρα, πέρα ἀπ’ τὸ Βύρωνα, ἀκούγονταν νὰ σβύνη ἀπὸ μακρυὰ τὸ ξένοιαστο τραγοῦδι τῶν τσολιάδων. Εἶχαν κερδίσει μὲ τὸ παραπάνω τὸ ματωμένο μεροκάματο ἐκείνης τῆς μέρας...
Οἱ ἀγωνιστὲς τῆς συνοικίας κρύψαν τὰ πτώματα τὴ νύχτα. Τὴν ἄλλη μέρα πῆγαν οἱ δικοί τους ψαχουλεύοντας κρυφὰ ἀνάμεσα στὰ κουφάρια. Βρῆκαν τοὺς συγγενεῖς τους, τοὺς πήρανε καὶ τοὺς θάψανε.
Ἔτσι ἔγινε καὶ τελείωσε τὸ μεγάλο μπλόκο τοῦ Βύρωνα.-
ΜΕΛΠΩ ΑΞΙΩΤΗ (1946)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου