
του Τάσου Τασιούλα
Η Εβίτα είναι νέα μητέρα ενός παιδιού. Οι σπουδές της δεν της προσέφερανεπαγγελματική αποκατάσταση και μπροστά στην ανάγκη της επιβίωσης εργάζεται στις εποχιακές δουλειές του τουρισμού, σε μια προικισμένη περιοχή, η οποία βουλιάζει κάθε καλοκαίρι από τουρίστες. Πολύ περισσότερο φέτος.
Επί χρόνια εργαζόταν σε ένα εμπορικό κατάστημα ως πωλήτρια, με απίστευτα ωράρια στη φουλ σεζόν. Όταν γέννησε το παιδί της, το πρώην αφεντικό δεν την ξαναπήρε στη δουλειά, επειδή δε θα είχε πλέον το χρόνο για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του μαγαζιού.
Η Εβίτα βρήκε νέα δουλειά. Πωλήτρια και πάλι. Αυτή τη φορά σε ένα κατάστημα που πουλάει παγωμένο γιαούρτι. Το νέο αφεντικό την ήθελε για έξι ώρες την ημέρα, μόνο για τέσσερις μήνες. Συνέπεια στις πληρωμές βρήκε, ενώ πληρώνεται και τις όποιες υπερωρίες.
Δε φαίνεται ικανοποιημένη, αλλά κάπως πρέπει να ζήσει η οικογένειά της. Ο σύζυγος, Παναγιώτης, εργάζεται κι αυτός περιστασιακά σε διάφορες δουλειές, σε έναν τουριστικό τόπο, όπου –δυστυχώς γι’ αυτόν- η οικοδομή έχει σταματήσει εδώ και χρόνια. Σερβιτόρο τον βρήκα φέτος το καλοκαίρι σε ένα εστιατόριο της περιοχής, με μεροκάματο που αν το άκουγες τέσσερα χρόνια πριν θα έβαζες τα γέλια (πρώτος θα τα έβαζε ο ίδιος).
Η Εβίτα εργάζεται λοιπόν σε ένα από αυτά τα καταστήματα που έγιναν μόδα τα τελευταία χρόνια και παίρνει 370 ευρώ το μήνα. Με τις υπερωρίες υπάρχει και μήνας που στην τσέπη της μπαίνουν 450 ευρώ. Αυτό το ανδρόγυνο νέων ανθρώπων με ένα παιδί, μέσα σε μια συρρικνωμένη τουριστική σεζόν θα πρέπει να μαζέψει τα χρήματα για να επιβιώσει και το χειμώνα… Είναι μεγάλο το στοίχημα αν θα τα καταφέρουν ή όχι. Αλλά, όπως λένε, είναι ευτυχείς που έχουν ένα έσοδο.
Την ίδια ώρα, το χαμόγελό τους το έχουν πάρει τα αφεντικά τους. Βουλιάζει ο τόπος από τουρίστες και τα δυο καταστήματα έχουν σημαντικά αυξημένη δουλειά. Οι επενδύσεις τους πηγαίνουν καλά. Επενδύσεις για τις οποίες διέθεσαν μια περιουσία και καλά έκαναν οι άνθρωποι.
Οι ανυποψίαστοι επισκέπτες των δυο μαγαζιών όμως τι εισπράττουν; Την αγωνία και τον προβληματισμό των εργαζομένων, την κούραση και την κατήφεια τους, τα νεύρα και την γκρίνια τους, τη στενοχώρια και τη θλίψη τους. Κι αυτά δεν μπορεί να τα αντισταθμίσει κανένα χαμόγελο, κανενός αφεντικού.
Πόσο επιτυχημένη μπορεί να είναι μια επιχείρηση με εργαζόμενους, που τους εκμεταλλεύεται για ένα κομμάτι ψωμί; Το πιο φρέσκο καλαμάρι να βάλεις στο πιάτο και το πιο ευφάνταστο dressing στο γιαούρτι, ένα μέρος της γεύσης και της απόλαυσης έχει χαθεί σε εκείνα τα δευτερόλεπτα που το χέρι του υπαλλήλου δεν άγγιξε το δικό σου, σε εκείνα τα δευτερόλεπτα που το πρόσωπο του μαγαζιού αντί να χαίρεται που εργάζεται έχει ντυθεί τα σύννεφα του Νοεμβρίου.
Οι περιπτώσεις της Εβίτας και του Παναγιώτη είναι ενδεικτικές του στρεβλού τρόπου με τον οποίο αναπτύχθηκε και συνεχίζει να αναπτύσσεται ο τουρισμός και οι επιχειρήσεις που ζουν από αυτόν στη χώρα μας. Ο επιχειρηματίας μπορεί να διαθέτει εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ για να πάρει το franchising ενός επιτυχημένου project. Μπορεί να ξοδεύει χιλιάδες ευρώ κάθε μήνα σε ενοίκια και λειτουργικά έξοδα. Στο μόνο που συμπεριφέρεται σαν «τσίπης» είναι οι αμοιβές των υπαλλήλων του.
Των ανθρώπων δηλαδή, στους οποίους στηρίζεται για να πετύχει η επένδυσή του. Όπως ακριβώς παραπονιέται ο ίδιος ότι τον εκμεταλλεύεται το κράτος επιβαρύνοντάς τον με φόρους, με τέλη και με δαπανηρά λειτουργικά έξοδα, με τον ίδιο τρόπο εκμεταλλεύεται κι αυτός τους εργαζομένους του.
Μόνο που ο ίδιος μπορεί να κλέβει το κράτος, ενώ οι υπάλληλοί του δεν μπορούν να κλέψουν τον ίδιο. Σωστότερα, τον κλέβουν, αλλά δεν παίρνει χαμπάρι. Το χαμένο χαμόγελο, η βαριεστημένη κοψιά, η αδιαφορία είναι η μεγαλύτερη κλοπή που εισπράττει.
Η τουριστική σεζόν πήγε καλά. Οι αριθμοί ευημερούν. Ορισμένοι επιχειρηματίες τρίβουν τα χέρια τους. Οι άνθρωποι όμως; Η κοινωνία; Τι εισπράττουν από όλη αυτή την ευφορία;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου