Δευτέρα 28 Αυγούστου 2017

Γιάννης Αγγελάκας στα στενά του Λονδίνου: “O φόβος ήταν πάντα καταστολή. Υπάρχει καλύτερη καταστολή;”


Συνέντευξη στους Χάρις Γεωργίου και Χρήστο Διαμάντη



Επιμέλεια κειμένου: Χάρις Γεωργίου | Φωτογραφία: Χρήστος Διαμάντης

O₂, Academy Islington. Σε ένα κατάμεστο συναυλιακό χώρο, ζήσαμε τη γιορτή εκτός συνόρων. Γιάννης Αγγελάκας και 100°C live στο Λονδίνο, με καινούρια κομμάτια, ροκ διάθεση και τον κόσμο να τρελαίνεται με τα ήσυχα τραγούδια για ανέμελα λιβάδια. Έλληνες φοιτητές και μετανάστες να πλημμυρίζουν το χώρο, σε μία ξέφρενη μέθεξη, μιας και κάτι τέτοιες βραδιές έχουν γεύση νοσταλγική από την Ελλάδα που γουστάρουμε, την Ελλάδα του ροκ εν ρολ, την Ελλάδα που έχει κάτι να πει.

Σε αυτή την παράξενη πόλη, λοιπόν, δύο μέρες μετά από  αυτό το live σε ένα καφέ στην καρδιά του Λονδίνου, κάπου στο Σόχο, συναντήσαμε το Γιάννη Αγγελάκα και τον Sonny Touch, που μαζί πριν 2 χρόνια ξεκίνησαν να στήνουν τα περισσότερα τραγούδια του κανούριου δίσκου. Ο Sonny ζει πλέον μόνιμα στο Λονδίνο.  Συζητήσαμε για τα ταξίδια, το Magic Bus, τη μουσική, το σήμερα.

Η σερβιτόρα θα μας πλησιάσει και θα καταλάβει ότι είμαστε Έλληνες.

«Έλληνες είστε ρε παιδιά;» Και κάπως έτσι, θα ξεκινήσει η συζήτηση.

Είμαστε πολλοί εδώ. Συναντήσαμε αρκετούς Έλληνες.
Είναι τόσο άσχημα τα πράγματα στην Ελλάδα, πώς να ζήσεις; Σκέψου όλα αυτά τα παιδιά που είναι τόσα χρόνια άνεργοι. Φεύγουν, τί να κάνουν, ψάχνουν κάπου αλλού να κερδίσουν τη χαμένη τους νιότη, την αξιοπρέπεια, τον αυτοσεβασμό και την εξέλιξη τους.

Είναι και ωραία πόλη το Λονδίνο.
Ωραία είναι, ναι, αλλά λένε ότι είναι πανάκριβα και σκληρά για να ζεις εδώ, μην ξεχνάτε ότι είμαστε στη γενέτειρα του καπιταλισμού.

Πότε ξεκίνησες να έρχεσαι εδώ;
Πρώτη φορά ήρθα το ’93 σαν επισκέπτης και μετά το ’94 ήρθαμε και παίξαμε με τις Τρύπες. Ε, μετά ερχόμασταν είτε με τις Τρύπες είτε μόνος μου συνέχεια. Στο Λονδίνο τη δεκαετία του ’90 ήταν πιο ζωηρά τα πράγματα. Υπήρχε ζωντανή μουσική σκηνή, το trip-hop, το hip hop, dub, reggae, μαύρη μουσική, οι άνθρωποι πιο χαλαροί. Γνώρισα ένα Λονδίνο που ήταν στις καλές του.

Και πρωτοπαίξατε το ’94;
Ναι, θυμάμαι το ’93 που είχα έρθει, περνούσαμε με μια φίλη μου μπροστά από το θρυλικό Marquee, και λέω «Θέε μου,  το Marquee!». Και μου λέει η φίλη μου «Πού ξέρεις; Μπορεί να παίξεις κι εσύ μια μέρα εδώ.» Και με το που γυρνάω Θεσσαλονίκη, είχαν κλείσει συναυλία οι Τρύπες στο Marquee. Σαν να είχα κάνει μια εύχη στο τυχερό μου αστέρι. Έκτοτε παίξαμε αρκετές φορές εκεί.

Πώς ήταν σαν εμπειρία;
Σαν να ζεις στο όνειρο.

Το κοινό;
Τότε ήταν κυρίως φοιτητές, δεν είχαμε τόσους μετανάστες. Ωραία ήταν, όμως τώρα τα παιδιά έρχονται με περισσότερη ένταση και πιο αποφασισμένα να το γλεντήσουν, βλέπεις, άλλο φοιτητές, άλλο μετανάστες. Τώρα τριγυρνάμε και παίζουμε πολύ συχνά στο εξωτερικό. Έχουν στηθεί μικρές Ελλάδες παντού και γίνονται περισσότερα live.

Είχες έρθει με Magic Bus;
Όχι. Στο Παρίσι είχα πάει με Magic Bus, από Θεσσαλονίκη. Είχαμε κάνει 24 ώρες ταξίδι, κάτι ερείπια λεωφορεία, αλλά δε μας ένοιαζε. Ήταν μία γραμμή που ξεκινούσε από Λονδίνο, σταμάταγε Παρίσι, μάζευε  χίπηδες φρικιά και πήγαινε Ινδία. Και περνούσε και από Θεσσαλονίκη. Εκεί που στάθμευε υπήρχε ένα youth hostel, που έμεναν μερικές μέρες οι χίπηδες που άφηνε το Magic Bus και όλα τα αλητάκια, όλα τα ανήσυχα τυπάκια της πόλης μας τότε, συχνάζαν στην Πρίγκηπος Νικολάου – Σβώλου, λέγεται τώρα – που ήταν το youth hostel. Κι έτσι τα διψασμένα, τρελά ελληνάκια μαθαίναν τι γίνεται. Έπαιρναν δίσκους από τους χίπηδες, τους άκουγαν να παιζουν κιθάρα, βολτάρανε στην παραλία, επικοινωνούσαν μαζί τους. Αυτά μου τα λένε οι πιο παλιοί από μένα, μουσικοί – ροκάδες, οι οποίοι μου διηγούνταν πως μυήθηκαν στη ροκ. Και έτσι μπήκε το ροκ εν ρολ στη Θεσσαλονίκη και έχουμε τις πρώτες ροκ μπάντες από τη δεκαετία του ’60.


Πώς το βλέπεις το Λονδίνο τώρα σε σχέση με τότε;
Κάποια στιγμή είχαμε έρθει το 2007- 2008 με τον  Coti και τον Βελιώτη και δε μου άρεσε. Το βρήκα σε σχέση με τη δεκαετία του ‘90 πολύ αγχωμένο.
Αυτό που παρατηρούμε εμείς είναι μία απίστευτη οργάνωση σε όλα. Ας πούμε είχαμε πάει σε μία πορεία ενάντια στον Trump, και ακόμα και αυτή ήταν οργανωμένη, χωρίς επεισόδια, χωρίς αναταραχές.
Μιλάμε για οργανωμένη κοινωνική αστική ζωή εδώ και εκατονταετίες. Τάξεις, κινήματα, εργάτες, παμπ τις εποχές που στην Ελλάδα δεν υπήρχαν ούτε σαν σκέψη αυτά. Τώρα μου περιγράφουν κάτι παιδιά που ζουν στην Αγγλία χρόνια, ότι κάθε τάξη εδώ δουλεύει συνειδητά για την ανώτερη, η ανώτερη για την ακόμα πιο πάνω και ούτω καθεξής. Υπάρχει πυραμίδα, η οποία δεν αμφισβητείται. Τραγικός βιωμένος καπιταλισμός.
Τα πάντα είναι περιχαρακωμένα, προγραμματισμένα. Φαντάζομαι ακόμα και οι πορείες θα ήταν μέχρι τις 9 και 10. Να πάρει κάνας φωτογράφος κάνα πλάνο, να γίνεται θέμα στα μέσα, και μετά τέλος.

Γενικώς είναι ωραία  η πολυπολιτισμικότητα που έχουν εδώ…
Στο Λονδίνο, η πολυπολιτισμικότητα λειτουργεί πολύ πιο ισορροπημένα απ ότι στο Παρίσι ή στο Βέλγιο. Εδώ βλέπεις Ινδούς να οδηγάνε τα λεωφορεία, Πακιστανούς ταξιτζήδες. Στη Γαλλία δεν ήταν έτσι ακόμα και στη δεκαετία του ’80, ήταν γκέτο, μπάτσοι, έλεγχοι. Εδώ έχουν μια διακριτικότητα. Αν κάνουμε τώρα μια φασαρία, ενώ δε βλέπεις κανένα μπάτσο, θα εμφανιστούν καμιά δεκαριά απ το πουθενά να μας συνετίσουν.
Εδώ νιώθουν όλοι Βρετανοί πολίτες και υπάρχει κάποια αξιοκρατία. Όταν βλέπουν ότι ένας άνθρωπος έχει να προσφέρει, δεν έχει σημασία τι εθνικότητας είναι.
Ας πούμε ο Sonny, που δεν έβρισκε δουλειά στην Ελλάδα, έκανε μία συνέντευξη στο Skype, είδαν τι δυνατότητες έχει, τον προσλάβανε, ήρθε εδώ και επειδή δε του άρεσε πολύ αυτό που είχε βρει, ψάχτηκε και βρήκε μια καλύτερη δουλειά.
Sonny: Εδώ ο Έλληνας, ο Αλβανός, ο Ινδός, αν είναι καλύτερος από τον Άγγλο, θα διαλέξουν τον Έλληνα, τον Αλβανό ή τον Ινδό. Βέβαια όλα αυτά γίνονται λίγο πριν το Brexit, δεν ξέρουμε που θα μας οδηγήσει η τρέλα των καιρών.

Ωστόσο, ανεξάρτητα από την ενσωμάτωση, η οποία είναι εμφανής, μου έκανε εντύπωση η στάση της Βρετανίας στο προσφυγικό. Είχαν πει ας πούμε πως θα δεχτούν 3000 ασυνόδευτα παιδιά προσφύγων και εν τέλει πήραν μόνο 350.
Τώρα έχει πέσει παντού αυτή η τρελα. Οι μόνες χώρες που υποδέχονται πρόσφυγες είναι η Ιταλία και η Ελλάδα. Δε μπορούμε να πάμε παραπέρα. Ανεβαίνει η ένταση, ώσπου να σκάσει. Νομίζουν ότι θα σωθούν με το να κρατήσουν υποτίθεται αμόλυντες τις περιοχές τους. Όλοι μαζί θα φύγουμε.  Είναι πολύ λάθος, είναι εναντίον τους αυτό που κάνουν. Ο φόβος ήταν πάντα καταστολή. Υπάρχει καλύτερη καταστολή; Αλλά είναι λάθος, γιατί γίνεται εκρηκτική η κατάσταση στον πλανήτη και κάποια στιγμή θα σκάσει και θα μας πάρει όλους. Κι εμάς που φιλοξενούσαμε και τους άλλους που κρατάγαν «καθαρό» το περιβάλλον τους.

Το βλέπουμε και με την τρομοκρατία αυτό, σκάει σιγά σιγά…
Όταν φέρεσαι έτσι, είναι κατά κάποιο τρόπο αναμενόμενο. Από μόνη της γεννήθηκε; Μου φαίνεται σα να χουν προσχεδιαστεί όλα. Το ότι βγαίνει ο Τραμπ, ότι όλες αυτές οι ακραίες φωνές γίνονται ξαφνικά σοβαρές και κανονίζουν και πράγματα, παίρνουν θέσεις κλειδιά στον πλανήτη, είναι σαν να τοποθετείται ο καθένας μέσα στο πλαίσιο και ετοιμάζονται για το τελικό πανηγύρι.

Υπάρχουν πράγματα που θα έπαιρνες μαζί από το Λονδίνο πίσω στην Ελλάδα;
Λειτουργικά εδώ είμαστε στην καρδιά του καπιταλισμού. Όλα δουλεύουν καλύτερα απο άποψη οργάνωσης. Δε μιλάμε για τις σχέσεις και τις κατεστραμένες ψυχές του καπιταλισμού. Βέβαια, εμένα δε μου λείπει αυτό. Μ’ αρέσει η αναρχία στην Ελλάδα. Αυτό, όμως, που πραγματικά μου έλειψε και το ένιωσα τώρα, είναι το να περπατάω στο δρόμο και να είναι χαλαρός ο κόσμος. Κόσμος που κάνει τη δουλειά του, πάει σπίτι του, είναι πιο ήρεμοι. Μου είχε λείψει να βλέπω πλήθος που να μην έχει ένταση. Στη βόλτα που κάναμε αυτό είδα. Στην Ελλάδα όταν κάνεις δυο-τρεις βόλτες καταθλίβεσαι. Είναι μια χώρα βουτηγμένη στην κατάθλιψη.
Όταν φεύγαμε για Γερμανία στην προηγούμενο τουρνέ, το Νοέμβρη, έχουμε μπει στο λεωφορείο από το αεροδρόμιο για το αεροπλάνο, και είναι δίπλα μου τέσσερις πέντε πιτσιρικάδες, 20-22 χρονών και με το που ανοίγει η πόρτα για να μπουμε στο αεροπλάνο λέει ο ένας από αυτούς «Τέρμα η Ελλάδα» και ορμάν χαρούμενοι να μπουν στο αεροπλάνο. Ανατρίχιασα. Βιαζόντουσαν να φύγουν.

Η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της σαν τον Κρόνο…
Πάντα ήταν έτσι με κάποιο τρόπο, αλλά τώρα παράγινε.

Έχει να κάνει και με τις ευκαιρίες που σου δίνονται, ας πούμε το εκπαιδευτικό σύστημα είναι πιο άρτιο σε άλλες χώρες…
Δε νομίζω ότι χτίστηκαν πανεπιστήμια στην Ελλάδα για να μεγαλουργήσουμε. Χώρες σαν τη δικιά μας, οι οποίες έτσι κι αλλιώς δημιουργήθηκαν από τους δυτικούς – (Αυτοί αποφάσισαν να μας κάνουν χώρα) – είναι υπό εξάρτηση. Δε μπορείς να έχεις ελεύθερη παιδεία σε αυτή τη χώρα – ή τεχνολογία. Αφού είσαι αποικία. Πάντα ήμασταν.

Πώς ξεκίνησες με τη μουσική;
Τότε με τον Γιώργο Καρρά, ήμασταν πιτσιρίκια στη Νεάπολη, γύρω στα δεκατέσσερα, βρήκαμε ένα δάσκαλο και μας μάθαινε κιθάρα.


Το σκεφτόσουν από μικρός; Πώς προέκυψε;
Έλα ντε, δε ξέρω. Ήμασταν από εργατικές συνοικίες, φτωχόπαιδα, δεν υπήρχε περίπτωση να πάμε ωδείο, οπότε είχαμε βρει ένα δάσκαλο που μας μάθαινε τα ακόρντα – Κωνσταντινουνοπολίτης ήταν κιόλας, μιλούσε με εκείνη την προφορά, ωραίος τύπος, μας μάθαινε καντάδες – και μετά με τον Καρρά παίζαμε Stones, Beatles.

Ακούσματα;
Τέτοια.

Σπίτι;
Ο μπαμπάς άκουγε Καζαντζίδη, γενικά αυτό το είδος μουσικής.

Ρεμπέτικο;
Όχι, πολύ αργότερα. Το ρεμπέτικο είναι ένα θέμα, το οποίο όλες οι γενιές το συναντάνε κάποια στιγμή. Είχα ακούσει πιτσιρικάς στην Νεάπολη, Τσιτσάνη, τη Συννεφιασμένη Κυριακή, αλλά αυτά είναι περισσότερο λαϊκά, δεν ήταν ρεμπέτικα, τα χασικλήδικα, τα προπολεμικά. Αυτά τα ακούσαμε αφότου, τελείωσε το Λύκειο. Κάτι είχαμε ακούσει από εδώ και από εκεί. Αλλά με τις κασέτες που πουλούσαν τότε στο Πανεπιστήμιο, πρωτοακούσαμε τι γινόταν και γοητευτήκαμε.

Και μετά ήρθαν οι Τρύπες;
Μετα ήρθαν οι Τρύπες, η γνωστή και μεγαλιώδης ιστορία τρέλας, δημιουργικότητας, πείνας, ανέχειας, και επιτυχίας. Πράγματα τα οποία οι περισσότεροι φαν μας γνωρίζουν.

Πώς είναι να παρατηρείς το τότε και το τώρα;
Ένα μου φαίνονται.

Πώς προέκυψε η  συνεργασία με τους 100°C;
Ήθελα να ξανασυναντήσω καινούριους μουσικούς, γιατί περάσαμε πάρα πολύ ωραία με τα ηλεκτρονικά και τους μπαγλαμάδες, αλλά κάποια στιγμή είχε κάνει τον κύκλο του, όπως όλα και μου ‘χει ξαναξυπνήσει η διάθεση για μουσική, για μουσικότητα, κιθάρες, πνευστά. Η Θεσσαλονίκη είναι γεμάτη φοβερούς μουσικούς, οπότε δεν ήταν δύσκολο να συναντήσω αυτά τα παιδιά.
Πριν από 2 χρόνια ήμασταν στην Κρήτη με τον Sonny, η μπάντα δεν υπήρχε ακόμα. Ο πρώτος, δηλαδή, που συναντάω από τους 100οC – άσχετα αν δεν παίζει τώρα – είναι ο Sonny, με τον οποίο τα βρήκαμε πολύ ωραία. Ήρθε Κρήτη και σχεδιάσαμε τα πρώτα έξι από τα δέκα κομμάτια του δίσκου. Μετά ο Sonny φεύγει Θεσσαλονίκη, γυρνάω κι εγώ και έχει βρει έναν ντράμερ, όχι τον Αλέξη που έχουμε σήμερα. Eίχαμε βρει και τα δύο πνευστά, και κάναμε κάτι πρόβες με τον Γιώργο και τον James. Και ενώ είμαστε ζεστοί, ο Sonny επειδή είναι ένα παιδί που ψαχνόταν με το τι θα γίνει και του προτείνεται μία πολύ ωραία δουλειά στο Λονδίνο,  μου λέει Γιάννη θα φύγω, ενώ έχουμε ήδη ετοιμάσει το υλικό. Στην αρχή τα έχασα, αλλά μετά σκέφτηκα καλά κάνει, έτσι πρέπει, που να ζει εδώ πέρα; Καθόμαστε με το Sonny και ψάχνουμε τους μουσικούς πριν φύγει. Με βοήθησε πολύ μαζί με το Χριστιανάκη, και έτσι φτάσαμε στη Λαμπρινή, μετά ήρθε ο Γιάννης, τα πνευστά υπήρχαν, ξεκινήσαμε τις πρόβες, έφυγε ο Sonny και δουλέψαμε πάνω στο υλικό που είχαμε ετοιμάσει ήδη και σε καινούρια.
Κι από τότε για πρώτη φορά βρεθηκαμε μαζί στο πάλκο με το Sonny προχθές στο Λονδίνο. Ήταν κάτι που το χρωστάγαμε ο ένας στον άλλο.

Γενικά πιστεύεις στη νέα γενιά…
Κι εγώ στη νέα γενιά ανήκω. Σε αυτούς νιώθω κοντά.


Είσαι ευχαριστημένος με το αποτέλεσμα;
Ναι. Είναι νέα παιδιά και θα έχει και εξέλιξη. Αυτό με γοητεύει. Παίζουν όλο και καλύτερα. Φαντάζομαι θα πάμε και πιο πάνω, αλλά αν σκεφτείς ότι όλο αυτό έγινε μέσα σε ένα χρόνο – βγάλαμε πρόγραμμα, αλλαξαμε όλο το σετ, παίξαμε όλα τα κομμάτια με άλλο τρόπο, με άλλα όργανα, βρήκαμε τρόπο να ηχογραφήσουμε, να ετοιμάσουμε κομμάτια και συγχρόνως παίζουμε συνέχεια – είμαι απόλυτα ευχαριστημένος.

Έγραφες από μικρός;
Έγραφα από πιτσιρικάς. Ο Καρράς διάβαζε. Έγραφα και ιστοριούλες και διηγηματάκια. Έτσι ξεκίνησα. Δεν είχα γράψει ακόμα στίχους. Όταν είπαμε ότι θα κάνουμε μπάντα, μου λέει, ρε συ Γιάννη, αφού το ‘χεις γράψε κάνα έμμετρο να τραγουδάμε στα ελληνικά.

Τα πρώτα κομμάτια;
Παράξενη πόλη, Ασφάλεια, Για την πατρίδα και λίγο πιο μετά η Ταξιδιάρα ψυχή.      
  
Διαβάζεις;
Βέβαια. Μου αρέσει να διαβάζω, αλλά και να ζω.

Τι σου αρέσει να διαβάζεις;
Πολλά πράγματα. Συνήθως ασχολούμαι με τέσσερα-πέντε βιβλία ταυτόχρονα. Μπορεί να είναι φιλοσοφία, θρησκειολογία, ένα παλιό μυθιστόρημα. Τώρα τελευταία ανακάλυψα και χαίρομαι γι’ αυτο– είναι δύσκολη περίπτωση, αλλά είναι μέγας διανοητής – τον Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο κι έβαλα προμετωπίδα στο βιβλίο μου τη φράση του «η ανθρωπιά άοπλη συντρίβεται, ένοπλη αυτοαναιρείται». Δυστυχώς τον ξέρουν πολύ λίγοι άνθρωποι, γιατί είναι στον κόσμο της underground διανόησης. Είναι μεγαλειώδης βέβαια και τον σέβονται όλοι όσοι ασχολούνται με την κατατρεγμένη διανόηση στην Ελλάδα. Έχει γράψει και πολύ ωραία ποιήματα πριν ασχοληθεί με στην κριτική σκέψη.

Σχέδια για το μέλλον;
Λέμε να πάμε με τον Sonny για καμιά μπυρίτσα στο Richmond!

Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ένθετο του Νόστιμον Ήμαρ στον Δρόμο της Αριστεράς, τo Σάββατο 4.3.2017
Κάθε Σάββατο κυκλοφορεί στα περίπτερα το έντυπο Νόστιμον Ήμαρ ένθετο στον Δρόμο της Αριστεράς.

Πηγή: nostimonimar

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου