Την περασμένη εβδομάδα, πρώτη φορά ακούστηκαν δημόσια οι «σκέψεις» της Γερμανίδας καγκελαρίου για μια Ευρώπη «πολλών ταχυτήτων». Μέχρι τώρα – ειδικά οι εγχώριοι ευρωλάγνοι – απαγόρευαν τη διατύπωση τέτοιων «βλάσφημων» σκέψεων από όλους όσοι «έβλεπαν» να εξελίσσεται εδώ και καιρό η διαδικασία αποδόμησης της Ε.Ε. Για τους αναγνώστες του «Ποντικιού» αυτή η βάσιμη – όπως εμφανίζεται σήμερα – πιθανότητα αποδιάρθρωσης της Ε.Ε. είναι γνωστή. Γράφουμε γι’ αυτό εδώ και έξι χρόνια...
Οι πρώτοι που «είδαν» την αδυναμία της Ε.Ε., διαπίστωσαν τα όρια της γερμανικής ηγεμονίας και εργάστηκαν συστηματικά για να χαλιναγωγήσουν τις γεωπολιτικές φιλοδοξίες του Βερολίνου ήταν οι Αμερικανοί. Το – διασυνδεδεμένο με την αμερικανική διοίκηση – ινστιτούτο στρατηγικής πρόβλεψης Stratfor είχε εδώ και μια πενταετία διατυπώσει την πρόβλεψη για διάλυση της Ε.Ε. μέσα σε μια δεκαετία. Έγραψαν λοιπόν οι του Stratfor:
«Η Ευρωπαϊκή Ένωση ενδέχεται να επιβιώσει με κάποιον τρόπο, αλλά σε οικονομικό, πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο θα κυριαρχούν, πρωτίστως, οι διμερείς ή οι περιορισμένης έκτασης πολυμερείς σχέσεις, οι οποίες δεν θα καλύπτουν ευρύ φάσμα, ενώ δεν θα είναι δεσμευτικές. (...) Ορισμένες χώρες είναι πιθανό να διατηρήσουν μια κάποια ιδιότητα μέλους σε μια ριζικά αλλαγμένη Ε.Ε., όμως δεν θα είναι αυτό που θα σφραγίζει την ταυτότητα της Ευρώπης».
Τα είχαν προβλέψει...
Σύμφωνα με την ανάλυση (και προφανώς την επιθυμία) του αμερικανικού Stratfor, η Ε.Ε. θα καταλήξει στη διάσπαση και τον κατακερματισμό και μέχρι το 2025 δεν θα έχουμε μία, αλλά τέσσερις ενώσεις στην Ευρώπη, με μια χαλαρή μεταξύ τους διασύνδεση. Δηλαδή θα πρόκειται, πάντα σύμφωνα με τους συντάκτες του Stratfor, για οικονομικές και πολιτικές ζώνες οι οποίες θα διατηρούν μεν δεσμούς μεταξύ τους, ωστόσο αυτοί θα είναι πολύ πιο χαλαροί από ό,τι σήμερα στο πλαίσιο της Ε.Ε. και της ζώνης του ευρώ.
Σε αυτήν τη μελλοντική Ευρώπη, σύμφωνα με τις προβλέψεις (και τις επιθυμίες) των Αμερικανών, θα υπονομευθεί η πολιτική ηγεμονία της Γερμανίας με την πριμοδότηση από την Ουάσιγκτον της ισχύος της Πολωνίας στα ανατολικά, της Βρετανίας στα δυτικά, της Γαλλίας και της Ιταλίας στον Νότο.
Αυτές τις προβλέψεις, οι οποίες αντανακλούν και τους στόχους της αμερικανικής υπερδύναμης, έχουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο προβάλει μεγάλα περιοδικά και εφημερίδες, ιδιαίτερα το καλοκαίρι του 2015, όταν κορυφώθηκε η ελληνική κρίση:
Τότε το αμερικανικό πολιτικό περιοδικό «Foreign Policy», που συνήθως απηχεί απόψεις του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, δημοσίευσε άρθρο με τίτλο «It’s time to kick Germany out of the eurozone» («Ήρθε η ώρα να διωχθεί η Γερμανία από την ευρωζώνη»). Το άρθρο ξεκινάει ως εξής:
«Να γιατί η άγκυρα που τραβάει στον βυθό την ευρωπαϊκή οικονομία δεν είναι η Αθήνα – είναι το Βερολίνο. Τον περασμένο χρόνο η Γερμανία εκτόξευσε ένα εμπορικό πλεόνασμα 217 δισ. ευρώ, που την καθιστά δεύτερη στον κόσμο μετά την Κίνα, η οποία κυριαρχεί στο παγκόσμιο εμπόριο. Για κάποιους καθιστά τη Γερμανία φωτεινό σημάδι στην κατά τα άλλα αναιμική οικονομία της ευρωζώνης ή “οδηγό ανάπτυξης”, όπως το έχει θέσει ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Κατά βάθος το γερμανικό εμπορικό πλεόνασμα βρίσκεται ακριβώς στην καρδιά των ευρωπαϊκών προβλημάτων: μακράν των αυξητικών τάσεων των παγκόσμιων οικονομιών, τραβά τους Ευρωπαίους στην κατηφόρα. Ο καλύτερος τρόπος διαφυγής από την ξεροκέφαλη αυτήν κατάσταση είναι για τη Γερμανία να εγκαταλείψει την ευρωζώνη».
Όμως, όπως σημειώνει το «Foreign Policy», «τα πλεονάσματα της Γερμανίας και τα αυξανόμενα χρέη της ευρωπαϊκής περιφέρειας είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Η Γερμανία κέρδισε (περισσότερα) από το ενιαίο νόμισμα παρά από τις επενδύσεις στο εσωτερικό της χώρας για να δανείζει τους Ευρωπαίους εμπορικούς εταίρους της ώστε να αγοράζουν γερμανικά προϊόντα».