Οσοι ζουν ή έστω παρακολουθούν τις εξελίξεις στην Ελλάδα γνωρίζουν πλέον καλά τι σημαίνουν εκφράσεις όπως «κρισιμότητα των στιγμών», «κλίμα έντασης», «ανατροπή των δεδομένων» ή «οριακή κατάσταση». Από τη Δευτέρα σ’όλα αυτά, και μάλιστα σε μια παροξυστική τους μορφή, έρχεται να προστεθεί κάτι καινούργιο: το παράλογο.
του Στάθη Κουβελάκη
Η λέξη μπορεί να φαίνεται περίεργη ή βαριά. Πώς αλλιώς όμως να χαρακτηρίσουμε την πλήρη αντιστροφή του νοήματος ενός συγκλονιστικού γεγονότος όπως το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, ώρες μόνο μετά το πέρας του και μάλιστα από τους ίδιους τους πρωτεργάτες του; Πώς να εξηγήσουμε ότι οι κκ. Μεϊμαράκης και Θεοδωράκης, δηλαδή οι επικεφαλείς του στρατοπέδου των (κατά κράτος) ηττημένων, να έχουν γίνει οι εγκεκριμένοι εκφραστές της γραμμής που ακολουθεί η ελληνική πλευρά και να περιφέρονται δεξιά και αριστερά θέτοντας τους όρους τους; Πως είναι δυνατό ένα σαρωτικό «όχι» στη συνέχιση των μνημονιακών πολιτικών λιτότητας να «ερμηνεύεται» ως πράσινο φως για ένα νέο μνημόνιο; Και για να το πούμε με όρους κοινής λογικής, αν ήταν να υπογραφεί κάτι ακόμη χειρότερο και δεσμευτικότερο από τις προτάσεις Γιουνκέρ προς τι το δημοψήφισμα ή μάλλον προς τι η μάχη του «όχι» και, φυσικά, προς τι η σαρωτική της επικράτηση;
Η αίσθηση του παράλογου δεν απορρέει όμως από αυτήν την ακαριαία αντιστροφή της δυναμικής της κατάστασης αλλά κυρίως από το γεγονός ότι όλα αυτά γίνονται «σαν να μην έχει συμβεί τίποτε», σαν να ήταν το δημοψήφισμα κάτι σαν συλλογική παραίσθηση, που διαλύεται απότομα και μας αφήνει απερίσπαστους να συνεχίσουμε μ’αυτό που κάναμε πριν. Επειδή δεν γίναμε όμως όλοι Λωτοφάγοι, ας μας επιτραπεί να αναφερθούμε εν συντομία σε όσα συνέβησαν στον απίστευτα πυκνό χρόνο των τελευταίων ημερών.
του Στάθη Κουβελάκη
Η λέξη μπορεί να φαίνεται περίεργη ή βαριά. Πώς αλλιώς όμως να χαρακτηρίσουμε την πλήρη αντιστροφή του νοήματος ενός συγκλονιστικού γεγονότος όπως το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, ώρες μόνο μετά το πέρας του και μάλιστα από τους ίδιους τους πρωτεργάτες του; Πώς να εξηγήσουμε ότι οι κκ. Μεϊμαράκης και Θεοδωράκης, δηλαδή οι επικεφαλείς του στρατοπέδου των (κατά κράτος) ηττημένων, να έχουν γίνει οι εγκεκριμένοι εκφραστές της γραμμής που ακολουθεί η ελληνική πλευρά και να περιφέρονται δεξιά και αριστερά θέτοντας τους όρους τους; Πως είναι δυνατό ένα σαρωτικό «όχι» στη συνέχιση των μνημονιακών πολιτικών λιτότητας να «ερμηνεύεται» ως πράσινο φως για ένα νέο μνημόνιο; Και για να το πούμε με όρους κοινής λογικής, αν ήταν να υπογραφεί κάτι ακόμη χειρότερο και δεσμευτικότερο από τις προτάσεις Γιουνκέρ προς τι το δημοψήφισμα ή μάλλον προς τι η μάχη του «όχι» και, φυσικά, προς τι η σαρωτική της επικράτηση;
Η αίσθηση του παράλογου δεν απορρέει όμως από αυτήν την ακαριαία αντιστροφή της δυναμικής της κατάστασης αλλά κυρίως από το γεγονός ότι όλα αυτά γίνονται «σαν να μην έχει συμβεί τίποτε», σαν να ήταν το δημοψήφισμα κάτι σαν συλλογική παραίσθηση, που διαλύεται απότομα και μας αφήνει απερίσπαστους να συνεχίσουμε μ’αυτό που κάναμε πριν. Επειδή δεν γίναμε όμως όλοι Λωτοφάγοι, ας μας επιτραπεί να αναφερθούμε εν συντομία σε όσα συνέβησαν στον απίστευτα πυκνό χρόνο των τελευταίων ημερών.