Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2016

Leisure, relax and business

leisure relax business

«Σε ρωτάω, Αλέξη. Λίγο το έχεις, τις ζεστές μέρες, να φεύγεις απο το γραφείο σου, απο το οικονομικό κέντρο μιας Ευρωπαϊκής Πρωτεύουσας και να βρίσκεσαι σε μια τεράστια κλιματιζόμενη κλειστή αίθουσα με μικρές πισίνες;

Να χαλαρώνεις μαζί με τους συναδέλφους σου, πίνοντας το ποτό σου.
Να παρακολουθείς από μια μεγάλη οθόνη τις εξελίξεις του Χρηματιστηρίου η να βλέπεις μια επιλεγμένη ταινία.
Ενώ ταυτόχρονα θα μπορείς να είσαι on line με το γραφείο σου, μέσω ενός computer και μιας ιντερνετικής σύνδεσης.
Για δες εδώ, αυτή την φωτογραφία. Μη μου πεις, ότι δεν θα ήθελες και εσύ, να αφήνεις για λίγο το γραφείο σου, το μεσημέρι, και να δροσίζεσαι σε μια τέτοια μικρή privé πισίνα. Να κάνεις το μασάζ σου η το solarium και να τρως μετά ένα ζουμερό hamburger.
Αντί να τρέχεις σε παραλίες και σε ταβερνάκια με αμφίβολης ποιότητας φαγητό.
Ξέρεις πόσο ανανεωμένος θα επέστρεφες για δουλειά; Και πόσο πιο παραγωγικός θα ήσουνα;»
Αυτό ακριβώς με ρώτησε ο Τάσος, όταν τον συνάντησα την περασμένη Κυριακή στο παράλιο Άστρος, έπειτα από επιμονή της γυναίκας μου.


Και με το πού τελειώνει ο Τάσος αυτή την μεγάλη εισαγωγή, βγάζει και ένα prospectus για να μου δείξει, πως οι εργαζόμενοι στην Αμερική και την Ευρώπη χαλαρώνουν τα μεσημέρια τους.
Ο Τάσος, γέννημα-θρέμμα της Αρκαδίας, ζει και μεγαλουργεί στη Νέα Υόρκη.
Είναι ο Head Manager ενός Fund για επενδύσεις σε τουρισμό και ακίνητα σε πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.
Είναι ο εκτελεστής μεγάλων ξενοδοχειακών projects και επενδύσεων στους τομείς της οργανωμένης ψυχαγωγίας και του ξενοδοχειακού τουρισμού.
Από χρόνια έχει βάλει στο μάτι ένα Αρκαδικό ψαροχώρι.
Κάθε χρόνο περνάει τα καλοκαίρια στην ιδιαίτερη πατρίδα του.
Προσπαθεί, χωρίς να τα έχει μέχρι στιγμής καταφέρει, να κάνει business και στην Ελλάδα.
Τον ενδιαφέρει μια μεγάλη επένδυση στη γενέτειρα του.


Ένα οργανωμένο τουριστικό συγκρότημα με μαρίνες, σουίτες, spa και συνεδριακό κέντρο.
Τώρα, οι λόγοι που οι συμπατριώτες του, οι Αρκάδες, δεν θέλουν να ακούσουν για ξενοδοχεία τέρατα που σε κοιμίζουν και σε ταΐζουν όλη την μέρα, κλεισμένο μέσα, με εκατό πενήντα δολάρια την εβδομάδα, και τουρίστες που τους φορτώνει και ξεφορτώνει η Easy Jet με πενήντα δολάρια αλερετούρ, είναι μια άλλη ιστορία.
Τέλος πάντων. Τι να του απαντήσω, του Τάσου, που η συζήτηση μας είχε ξεκινήσει με αφορμή τα παράπονα του για τους ξεροκέφαλους πατριώτες του και κατέληξε σε μια νέα επενδυτική του ιδέα;
Δεν έφταιγε, όμως, αυτός. Η γυναίκα μου ήταν η αιτία της συνάντησης με τον Τάσο και της αμηχανίας που μου είχε δημιουργήσει η επαγγελματική συζήτηση, που είχα μαζί του.
Αλλά, ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.


Σάββατο μεσημέρι ήταν. Και επιστρέφοντας, η γυναίκα μου, από την παραλία μου είπε:
-Αλέξη, Αλέξη! Τάξε μου! Σου έχω καλά νέα. Ξέρεις ποιόν γνώρισα στο beach bar, σήμερα το πρωί;
«Δεν ξέρω, αλλά εάν είναι καμιά νέα επαγγελματική γνωριμία, να μου λείπει» της απάντησα κοφτά.
– Ακόμη κλαίμε τα λεφτά που μας έφαγε αυτό το λαμόγιο, ο Φαίδωνας, που γνώρισες πριν τρία χρόνια στις Σπέτσες. Είμαι σε διακοπές τώρα. Σε παρακαλώ. Δεν θέλω να τις χαλάσω με τίποτα.
Την έχω μάθει καλά, την γυναίκα μου. Είκοσι χρόνια, σχεδόν, μαζί.
Και έχω καταλάβει, ότι η αναπτυγμένη κοινωνικότητά της βρίσκει διέξοδο σε συναντήσεις με ανθρώπους που προσωπικά όχι μόνο δεν με ευχαριστούν, αλλά το αντίθετο, είτε μου δημιουργούν προβλήματα, είτε τους βαριέμαι αφόρητα.


«Σταμάτα βρε την φλυαρία και την μουρμούρα» μου απάντησε γελώντας, μη μπορώντας προφανώς να κρύψει την χαρά της, από αυτή τη νέα της γνωριμία. Και λες και εκείνη πάει πίσω, σε ακατάσχετη λογοδιάρροια, συνέχισε
-Τον ξέρεις τον Τάσο, έτσι; Μη μου πεις, ότι δεν τον ξέρεις.
-Ναι, τον ξέρω. Ένας άχρηστος μ@λάκας είναι.
-Ναι καλά. Όλοι οι άλλοι είναι μ@λάκες και άχρηστοι και εσύ με τον Μάκη είσαστε οι μάγκες και οι ξύπνιοι. Χέστηδες υπάλληλοι είσαστε, που κάνετε ότι σας πει ο τρόμπας, ο Γενικός σας. Να κάνετε κάτι δικό σας, ξέρετε; Δεν ξέρετε!
-Ωραία! Έχεις να προτείνεις κάτι; Για να σταματήσω επιτέλους να είμαι υπάλληλος. Σκέφτεσαι να πουλήσεις κανένα οικόπεδο και να κάνουμε καμία επένδυση; Σαν και αυτή με τα ομόλογα του βραζιλιάνικου ιπποφορβείου, που μας πρότεινε ο φίλος σου ο Φαίδωνας, και χάσαμε πενήντα χιλιάρικα;


-Έλα, κόφτο. Ο Φαίδωνας ήταν gentlemen. Μπορούσε ποτέ να φανταστεί o Investment Manager ελβετικής τράπεζας ότι θα ερχότανε ο ομοϊδεάτης σου, ο Λούλα Ντα Σίλβα, και θα έβαζε χέρι στα ventures capitals της χώρας του; Έπεσε απλά έξω στις πολιτικές προβλέψεις του.
-Μα και τότε, σου είχα πει «Σε άλογα θα επενδύσουμε; Τι είμαστε ιπποδρομιάκηδες;»
-Θυμάσαι τι μου απάντησες; «Οι τράπεζες, που επενδύουν, τι είναι; Αλογομούρηδες;»
– Σε όλα έχεις μια απάντηση έτοιμη. Τέλος πάντων, πες μου τι θέλει ο μ@λάκας που γνώρισες.
Πήρε θάρρος από την καλοκαιριάτικη ανοχή μου και άρχισε με το ιστορικό προηγούμενο της σχέσης μου με τον Τάσο.


-Ε, λοιπόν και ο Τάσος σε θυμήθηκε, όταν του εξήγησα για το πώς βρεθήκαμε στα μέρη του. Είσαστε τότε μαθητές του Γυμνασίου. Περνάγατε μαζί, μου είπε, τα καλοκαίρια στο Άστρος. Εκείνος εργαζότανε σε μια ταβέρνα και εσύ παραθέριζες στο σπίτι του θείου σου, του Αλέκου, στον Άγιο Αντρέα. Αληθεύει η δεν αληθεύει;
-Ναι, στην ίδια παρέα είμαστε τότε. Ήταν μικρό το μέρος και όλοι μαζί βγαίναμε. Δεν είμαστε όμως και κολλητοί.
-Α! Ένα-ένα μου τα λες, τώρα. Χα,χα… Μου είπε ότι όταν ήταν φοιτητής, τα είχε και με αυτή την αχώνευτη την ξαδέλφη σου, την Denise. Αυτή που σπούδασε Ψυχολογία σε ένα Κολλέγιο του κώλου στην Ανατολική Αττική και δεν ξέρει ούτε τον Φρόιντ.
-Τι μου λες! Μήπως σου είπε, ότι την γ@μησε κιόλας;
-Μα είσαι στα καλά σου άνθρωπε μου; Λέγονται αυτά τα πράγματα; Τον άνθρωπο στο Beach bar, στις Πόρτες, τον γνώρισα. Είναι σοβαρός Κύριος. Είναι παντρεμένος και έχει δύο παιδιά.
-Ναι. Το βλέπω. Πολύ σοβαρός! Που ακόμη δεν σε γνώρισε, πήγε να σου πουλήσει μαγκιά. Ότι , τάχα μου, τα είχε με την ξαδέλφη μου.


-Καλά ντε, πώς κάνεις έτσι; Αυτό σε πείραξε; Που είπε, ότι τα είχε με την ξαδέλφη σου; Μήπως θα ήταν και ο πρώτος; Με καμία δεκαριά είχε πάει η Ντενίζ, πριν παντρευτεί. Δηλαδή, αν την πήρε και ο Τάσος, πού είναι το περίεργο;
-Ακριβώς, εκεί θα ήταν το περίεργο. Να πήγαινε με αυτόν τον μ@λάκα. Βλάκα τον ανέβαζε, βλάκα τον κατέβαζε, η ξαδέλφη μου. Και ο Θείος ο Αλέκος, να αναπαύεται η ψυχούλα του, κωλόβλαχο τον ανέβαζε κωλόβλαχο τον κατέβαζε.
-Έλα μωρέ, με τα ψώνια το σόι σου. Στην Κυψέλη μένανε. Σε ένα διαμέρισμα. Μην κοιτάς που μετακόμισαν στην Πεντέλη τότε που πλάκωσαν οι Αλβανοί με τα ολυμπιακά εκείνου του παιδοβούβαλου.
-Γυναίκα, δεν έχει σημασία, ούτε πού έμενε η Ντενίζ, ούτε εάν από το διαμέρισμα μετακόμισε σε μεζονέτα. Μου είπες, ότι γνώρισες τον Τάσο. Πού είναι, λοιπόν, τα καλά νέα;
-Μα, δεν με αφήνεις να στα πω. Ο Τάσος, άκου, έχει μεγάλη θέση σε ξένο fund.
-Το ξέρω, μπράβο του. Προχώρα παρακάτω.
-Να! Αλλά, από την θέση αυτή, έχει μια σπουδαία επενδυτική πρόταση στο χαρτοφυλάκιό του.
-Ωραία! Να την χαίρεται.


-Μα, δεν σου την είπα ακόμα. Γιατί είσαι τόσο αρνητικός; Δεν σε ενδιαφέρει, να την ακούσεις;
-Εντάξει, με ενδιαφέρει. Πες μου λοιπόν, ποια επενδυτική μ@λακία κουβαλάει και είναι καλό νέο για μένα; Γιατί εάν κρίνω από αυτό που πρότεινε στους ντόπιους είμαι σίγουρος ότι και η νέα του ιδέα, πάλι καμιά βλακεία θα είναι.
-Α, έτσι ε! Έννοια σου, και μου είπε και για αυτά.
Αφορμή έψαχνε για να τα σούρει στους ντόπιους που δεν ήθελαν να ακούσουν κουβέντα για ανάπτυξη.
-Δηλαδή, δεν άρεσε στους βλάχους που τους πρότεινε να πουλήσουνε όλη αυτή την παραλία, που την χαραμίζει ένας ξεροκέφαλος ταβερνιάρης, και να τους φτιάξει ένα all inclusive;
-Και τους αρέσει που κάθονται και τρώνε στις πλαστικές καρέκλες του και έρχονται οι μύγες από πάνω τους; Ποιος ξέρει τι βρώμα θα έχει η κουζίνα του.
Συνέχιζε ακάθεκτη. Λες κι ήταν μιλημένη από τον Τάσο.
-Δεν τους αρέσει, να έχουν τα παιδιά τους δουλειά και τους αρέσει να τα στέλνουν μετανάστες στην Αγγλία και την Γερμανία;


-Γυναίκα, δεν θα καθίσω τώρα να σου αναλύσω, γιατί οι ντόπιοι δεν θέλουν να ξεπουλήσουν σε κοράκια, σαν τον Τάσο, τα ψαροχώρια τους. Οι Αρκάδες είναι περήφανοι. Την πονάνε την γη τους.
-Γιατί οι Μυκονιάτες, που έχουν γίνει πάμπλουτοι, δεν το πονάνε το νησί;
-Πώς, αμέ! Το γεμίσανε με πoυτάνες, με μαφιόζους και με Άραβες για να κρατήσουν τις παραδόσεις τους.
-Από εξυπνάδες, άλλο τίποτα…
-Και εσύ, από επιτυχημένα παραδείγματα. Έλα τώρα, τελείωνε.
-Όχι! Να μου πεις τους λόγους που οι ντόπιοι δεν θέλανε το all inclusive, που τους πρότεινε. Γιατί ο Τάσος με αυτή την απορία έμεινε.
-Δεν στους λέω, γιατί θα φάμε κανένα μισάωρο να λέμε τα ίδια και τα ίδια. Αν θέλεις όμως να μάθεις, μπες στον Πιτσιρίκο και διάβασε για τα all inclusive.
-Πιτσιρίκους, σπόρους και μπόμπιρες δεν χάνω τον καιρό μου, να διαβάζω. Διαβάζω το «Πρώτο Βλέμμα» και βλέπω στην τηλεόραση τον «Πληθυντικό» με τον Ρίκο και τον Δάγκα. Ακούω απόψεις σοβαρές, από ανθρώπους με ευρωπαϊκό όραμα. Και ο Τάσος έχει σύγχρονες ιδέες.
-Ωραία! Μπράβο σε σένα που βλέπεις τον Ρίκο, μπράβο και στον Τάσο με τις σύγχρονες ιδέες του. Πες μου τώρα την πρόταση του μ@λάκα, να τελειώνουμε.
-Να! Εκεί στην παραλία που καθόμαστε, ήρθε δίπλα μας ένας νεαρός με το tablet του. Το άφησε μέσα στη τσάντα του και πήγε και έριξε μια βουτιά. Μας παρακάλεσε κιόλας, να προσέχουμε τα πράγματα του. Με το πού βγήκε το παιδί από την θάλασσα, άπλωσε την πετσέτα του και κάθισε στον ήλιο.


-Γυναίκα, πλατιάζεις! Θα τραβήξει πολύ η ιστορία; Να πάω να ρίξω καμιά βουτιά και να μου πεις το απογευματάκι, τι έχει στο μυαλό του ο μ@λάκας;.
-Σταμάτα μωρέ, να τον βρίζεις τον άνθρωπο. Κάνε, βρε, λίγο υπομονή. Δεν σε ενδιαφέρει να μάθεις την αφορμή για την πρόταση του Τάσου, να συναντηθείτε και να συζητήσετε επαγγελματικά;
-Άντε! Τελείωνε με αυτόν τον βλάκα.
-Καλά, καλά… μην είσαι βιαστικός. Σε διακοπές είμαστε. Χαλάρωσε και λιγάκι. Λοιπόν, εκεί που καθότανε, αυτός ο νεαρός, ακούστηκε ο ήχος της παραλαβής νέου E-mail. Είναι ίδιος με τον δικό μου. Το παλληκάρι, και ήτανε και ομορφόπαιδο, άνοιξε το mail του. Το διάβασε, φαίνεται, και αμέσως παίρνει το κινητό του. Στο πρόσωπο του ήταν έκδηλη κάποια ανησυχία. Να μην στα πολυλογώ…


-Δεν πειράζει, πες τα με το πάσο σου. Είναι πολύ ενδιαφέροντα αυτά που μου λες.
-Θα σταματήσεις επιτέλους; Μου κόβεις τον ειρμό των σκέψεων μου.
-Συνεχίζω και μη με διακόπτεις. Ο συνομιλητής του, μάλλον, κάτι του ζήτησε. Μπορεί κανένα έγγραφο ή καμία πληροφορία, ποιος ξέρει τι, μέχρι που ακούσαμε αμέσως τον νεαρό να του λέει:
«Συγγνώμη, κύριε Θωμαίδη, είμαι στην παραλία τώρα και δεν έχω πρόσβαση στους φακέλους μου για να βρω αυτά τα πιστοποιητικά. Πρέπει, αναγκαστικά, να πάω πίσω στην εταιρεία μου. Σε δύο, τρείς το πολύ, ώρες θα είμαι στο γραφείο, οπότε και σας τα στέλνω».
-Δεν δώσαμε πολλή σημασία, αλλά, μετά από λίγο, χτυπάει ξανά το τηλέφωνο του νεαρού. Ήταν φανερό, ότι ο συνομιλητής του, σίγουρα κάποιος πελάτης ή συνεργάτης του, βιαζότανε να έχει στην διάθεση του αυτά τα στοιχεία. Και εκεί, Αλέξη, ακούμε τον νεαρό να λέει: « Εντάξει, κύριε Θωμαίδη. Αφού είναι τόσο άμεση ανάγκη, επιστρέφω στο γραφείο τώρα».
Δεν άντεχα μεσημεριάτικα να ακούω ιστορίες για ασχέτους και την διέκοψα λέγοντας της «Καλά, αυτό το μ@λακισμένο πήγε για μπάνιο και άνοιξε στη παραλία το mail του; Καλά να πάθει.».
Έτοιμη την είχε την απάντηση.


-Αγάπη μου, δεν είναι όλοι σαν και σένα, που τα γράφουν στα @ρχίδια τους. Τα νέα παιδιά είναι ευσυνείδητα. Άκου τι έγινε στη συνέχεια, γιατί εδώ είναι το ζουμί της ιστορίας, και μη με ξαναδιακόψεις.
-Και που λες, αρχίζει να μαζεύει τα πράγματα του. Και την ώρα που έφευγε, ο Τάσος του λέει:
«Να σας ρωτήσω κάτι;»

«Βεβαίως, ό,τι θέλετε» του απάντησε, ο νεαρός.
– Άθελα μας, ακούσαμε ότι κάποιος σας ζήτησε κάτι και εσείς προφανώς, αφού είσαστε στην παραλία, δεν το είχατε μαζί σας.
«Πολύ σωστά» του απάντησε ο νεαρός. «Και είμαι υποχρεωμένος τώρα να φύγω, να πάω πίσω στο γραφείο και να του δώσω κάποια στοιχεία από κάτι πιστοποιητικά» συνέχισε με φανερή την απογοήτευση από την ανεπάντεχη αυτή διακοπή του μπάνιου του.
«Σας κατανοώ απολύτως», του απάντησε ο Τάσος. Και αμέσως τον ρώτησε:
«Καταλαβαίνω ότι είσαστε στέλεχος κάποιας εταιρείας με υπευθυνότητα και αυξημένη εργασιακή συνείδηση. Και πρέπει να είσαστε συνεχώς μέσα στην αγορά. Αλλά από την άλλη δεν δικαιούσθε και εσείς την χαλάρωση που προσφέρει ένα μπάνιο;»


-Ο ευγενικός αυτός νεαρός, Αλέξη, δεν έκρυψε το παράπονο του.
«Φυσικά και την δικαιούμαι» εξομολογήθηκε, «αλλά μπρος στη δουλειά, όλα τα υπόλοιπα έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Βλέπετε τώρα, τι ταλαιπωρία θα υποστώ;» είπε στον Τάσο.
«Πρέπει να επιστρέψω από τη θάλασσα στο γραφείο στην Αθήνα» κατέληξε.
-Και τι του απάντησε, νομίζεις ο Τάσος;
-Καμία εξυπνάδα, σίγουρα.
-Σταμάα..τα. Τον έφαγες τον άνθρωπο. Τον ρώτησε, πλάγια «Ωραία λοιπόν. Θέλω να μου απαντήσετε ειλικρινά. Αν είχατε την δυνατότητα , να απολαμβάνετε ένα δροσερό μπάνιο και μια χαλάρωση σαν και αυτή που διακόπηκε και να βρισκόσαστε ανά πάσα στιγμή δίπλα στο γραφείο σας, στο Computer σας η στις εξελίξεις των διεθνών αγορών, θα έκανε αυτό την ζωή σας πιο εύκολη;».
«Χρειάζεται και συζήτηση, Κύριε;» απάντησε ο νεαρός. «Φυσικά και θα γινόταν πιο εύκολη η ζωή μου. Και δεν θα χρειάζονταν να φεύγω μεσημεριάτικα. Ξέρετε καμιά τέτοια δουλειά;» τον ρώτησε με την σειρά του.


«Όχι,όχι. Δουλειά δεν ξέρω» τον προσγείωσε, ο Τάσος. «Αλλά με την επερχόμενη τεχνολογική καινοτομία στους χώρους δουλειάς και τις ανάλογες εργασιακές μεταρρυθμίσεις, θα μπορούσατε, αυτό που ονειρεύεστε, νεαρέ μου,να το χαιρόσαστε» του είπε, δίνοντας του ελπίδες.
-«Πώς; Πώς; Πέστε μου σας παρακαλώ», τον ξαναρώτησε το παλικάρι, και ενώ είχε μαζέψει ήδη τα πράγματα του και ετοιμαζόταν να φύγει.
«Άλλη στιγμή, νεαρέ μου» του απάντησε για να κλείσει την συζήτηση και να τον αφήσει να φύγει. «Θέλει μεγάλη συζήτηση» συνέχισε ο Τάσος. «Είμαι ο head manager σε μια από τις μεγαλύτερες επενδυτικές εταιρείες και σύντομα θα κάνουμε μια πρωτοποριακή επένδυση στην πατρίδα σας, την πατρίδα μας δηλαδή, γιατί και εγώ Έλληνας είμαι, αλλά εργάζομαι στην Αμερική. Το ‘leisure,relax and business’.
Πήρε βαθιά αναπνοή, η γυναίκα μου, ανακουφισμένη φαίνεται που κάθισα και την άκουσα, και, μετά από όλη αυτή την εισαγωγή, μου είπε «Ορίστε με έσκασες. Για αυτό το project θέλει να σου μιλήσει ο Τάσος. Ένα καφέ θα πιείτε, αύριο το πρωί. Δεν έχεις να χάσεις και τίποτα. Έτσι; Θα πείτε και για τα παλιά, τα δικά σας. Εγώ τότε ήμουνα αγέννητη. Χα,χα… Παλιόγεροι!».
Αυτό ήταν λοιπόν, το παρασκήνιο της συνάντησης με τον Τάσο.
Και να, που τώρα, καθισμένοι σε ένα υπαίθριο καφέ της παραλίας είχαμε αρχίσει την συζήτηση για αυτή την μεγαλοφυή ιδέα του.


Να στήσει, στα μεγάλα εμπορικά κέντρα της πρωτεύουσας, πολυχώρους ξεκούρασης, χαλάρωσης και συνδυασμένης εργασιακής απασχόλησης.
Ήταν το νέο του project “Leisure, relax and business”.
Κοίταζα και ξανακοίταζα την φωτογραφία και το ενημερωτικό φυλλάδιο που μου έδωσε και είχα μείνει άφωνος με τις δυνατότητες αυτών των κέντρων.
Νόμιζε ότι θα με ενδιέφερε μια εμπορική συνεργασία. Λες και είχε να κάνει με υποψήφιο αγοραστή ασφαλιστικών προγραμμάτων, ο Τάσος μιλούσε συνέχεια.
-Και ξέρεις κάτι, Αλέξη; Ο Ευρωπαίος επιχειρηματίας που το υλοποίησε χρηματοδοτήθηκε απο το Fund μας σαν new development. Τι λες λοιπόν; Θα σε ενδιέφερε, σαν Project Manager, με αρκετή εμπειρία, να δημιουργήσουμε ένα joint venture, που θα αναλάβει την υλοποίηση αυτού του έργου; Εμείς θα βάλουμε το κεφάλαιο και εσύ θα αναλάβεις το Management. Θα κάνουμε και Franchising στις μεγάλες επαρχιακές πόλεις.


«Τι να σου πω, ρε Τάσο;» του απάντησα, «την καταλαβαίνω μια τέτοια επένδυση στο Λονδίνο, στο Παρίσι ή στη Φρανκφούρτη. Στο Σηκουάνα βάζουν πάνω στα τσιμέντα της αποβάθρας άμμο για να δημιουργήσουν ψευδαίσθηση παραλίας. Για να πάνε οι Γάλλοι στο βούρκο της Κυανής Ακτής θέλουνε έξι ώρες με το αυτοκίνητο. Αυτοί οι άνθρωποι, οι Ευρωπαίοι, δεν έχουν την θάλασσα στα πόδια τους, όπως εμείς. Αλλά σε εμάς εδώ, που οι θάλασσες είναι δίπλα μας, δεν νομίζω ότι θα αποδώσει μία τέτοια επένδυση. Φοβάμαι, μη και χάσετε τα λεφτά σας».
Δεν πείσθηκε ο Τάσος. Είχε έτοιμο τον αντίλογο.
-Ίσα-ίσα, που για σας, είναι ότι πρέπει. Για να μη αφήνετε τα γραφεία σας και τρέχετε μεσημεριάτικά στις παραλίες. Έχεις υπολογίσει πόσες χαμένες εργατοώρες είναι αυτή η συνήθεια σας;
Βρήκα μια μάλλον φθηνή δικαιολογία, για να τον αποτρέψω να συνεχίσει.
-Μα, ρε Τάσο, στις παραλίες πάμε μόλις τελειώσουμε τις δουλειές μας. Δεν κάνουμε δύο ώρες break, όπως εσείς. Εδώ δεν έχουμε lunch και τέτοιες πολυτέλειες.
Μπα! Τίποτα αυτός.


«Δεν κατάλαβες, Αλέξη. Αυτές οι τεχνολογικές ανέσεις είναι για να αλλάξει η εργασιακή σας νοοτροπία. Να γίνετε και εσείς Ευρωπαίοι. Μένετε την Ευρώπη αλλά έχετε ακόμη βαλκανικές συνήθειες.
Ξέρεις ποιος είναι ο σκοπός του project; Να προσφερθεί η απαραίτητη για τον εργαζόμενο χαλάρωση, χωρίς την αποξένωση από το περιβάλλον του γραφείου του.
Δεν είδες, ότι στην Ισπανία ο Ραχόι προσπαθεί να καταργήσει, με νόμο, αυτή την παράδοση με την μεσημεριάτικη σιέστα;
Γιατί νομίζεις το κάνει; Για να μάθουν οι Ισπανοί, που έχουν και αυτοί τα ίδια με εσάς χάλια, να εργάζονται περισσότερο. Να σβήσουν γρηγορότερα το χρέος τους.
Αν δεν γίνουν εργασιακές μεταρρυθμίσεις, Αλέξη, η κατάσταση δεν πρόκειται να αλλάξει.»
Η συζήτηση έδειχνε να αλλάζει κατεύθυνση και να πολιτικοποιείται. Δεν άντεξα λοιπόν και του είπα:
«Έλα ρε Τάσο. Σαν να το παρατραβάς, μου φαίνεται. Είναι εργασιακή μεταρρύθμιση να κόψεις το καλοκαιρινό απογευματινό μπάνιο; Στο κάτω-κάτω, στον ελεύθερο μας χρόνο πηγαίνουμε. Δεν παρατάμε τις δουλειές μας στη μέση.»


Αν κρίνω από την απάντησή του, φαίνεται ότι και πάλι δεν τον έπεισα.
-Θεέ μου, πόσο πίσω είσαστε. Δεν μπορώ να σας καταλάβω. Τι διαφέρει, ρε Αλέξη, να δροσίζεσαι σε μια αίθουσα και ταυτόχρονα από το computer σου να παρακολουθείς τι γίνεται στο γραφείο; Να κάνεις πωλήσεις , να στέλνεις προσφορές, να αυξάνεις, ρε, το ακαθάριστο εθνικό προϊόν σου και να μειώνεις το χρέος σου. Και δεν σου είπα και το πιο ενδιαφέρον.
«Για πές το, μπας και με πείσεις» του είπα, μήπως και ακούσω καμία βλακεία και κλείσω οριστικά το θέμα.
-Θα μπορείς κάθε μέρα να βρίσκεσαι εικονικά και σε διαφορετικό μέρος.
«Έλα ρε; Πώς;» τον ρώτησα.
«Απλούστατο. Στους πολυχώρους αυτούς υπάρχουν γιγαντοοθόνες με εικόνες από παραλίες της Χαβάης, από τα νησιά Φίτζι, από όποιο εξωτικό μέρος μπορείς να φανταστείς. Ειδικά μηχανήματα ψεκάζουν τον χώρο με τα ανάλογα αρώματα και δημιουργούν ηχητικά εφέ.
Υπάρχει και ελληνική θεματική μέρα. Με εικόνες που σε μεταφέρουν νοερά κάτω από αλμυρίκια και συνοδευτικούς ήχους από φλοίσβο και τζιτζίκια.»


Ήταν το σημείο που άρπαξα κυριολεχτικά φωτιά. Ξέχασα τους καλούς τρόπους και πρώτη φορά του μίλησα λίγο διαφορετικά.
-Τι λες ρε μ@λάκα, είσαι στα καλά σου; Και είναι ανάγκη να τα βλέπω σε προβολή; Δεν πετάγομαι μέχρι το Αλεποχώρι και την Ψάθα να τα ζήσω live; Για κοίτα εδώ.
Και από το κινητό μου, του δείχνω μια φωτογραφία από μια παραλία της Αττικής, είκοσι λεπτά με το αυτοκίνητο από το γραφείο μου.


paralia


Την κοίταξε απαξιωτικά. Τον ρωτάω «Τι σε ξενίζει, ρε Τάσο, σε αυτό που βλέπεις»;
«Μάλιστα» μου απάντησε με σχετική ειρωνεία, «Βλέπω πέντε-έξη παρέες να κάθονται σε κάτι πλαστικές του γύφτου. Εσύ, που έφυγες από το γραφείο και πιθανόν αγνοείς πόσες ευκαιρίες για business μπορεί να έχασες, μπορείς να μου πεις, τι το ωραίο βρίσκει;» με ρώτησε.
Μου την έδωσε, και δεν ήθελα να τον αφήσω έτσι.
-Τι δεν σου αρέσει ρε Τάσο; Που, αντί να μουλιάζουμε σε αυτές τις κολυμπήθρες που πλασάρεις, καθόμαστε κάτω από τα αρμυρίκια και βλέπουμε την απεραντοσύνη της θάλασσας; Που, αντί να μαλακιζόμαστε με τα tablets μας, καθόμαστε και συζητάμε; Εσύ να μου πεις, τι δεν σου αρέσει.
-Τι να σου πω ρε Αλέξη. Η νοοτροπία σας δεν μου αρέσει. Σε νόμισα για άνθρωπο προοδευτικό, με οράματα. Με απογοητεύεις. Αλλάξανε οι εποχές και εσείς έχετε μείνει πίσω. Ξέρεις τι δεν μου αρέσει; Να βλέπω χασομέρηδες και τεμπέληδες, που χρωστάνε σε όλη την Ευρώπη.
-Γιατί το λες, ρε Τάσο; Οι Ευρωπαίοι δεν χρωστάνε;


-Ναι, αλλά εκείνοι δουλεύουνε. Δεν είναι σαν και εσάς τους έξυπνους.
Και αμέσως, για να σοβαρέψει πάλι η συζήτηση, πέρασε στα οικονομοτεχνικά της πρότασης του.
-Ωραία! Και τι καταλαβαίνετε που φεύγετε από την δουλειά σας; Καλά, σας κακοπέφτει να έχετε ένα πολυχώρο εργασιακής ψυχαγωγίας; Με 20 € είσοδο το άτομο και 10 € το κάθε ποτό, και με ειδικά εταιρικά προγράμματα, θα κερδίζουν και οι επενδυτές, και οι εργαζόμενοι, και οι εταιρείες τους. Είναι ένα total quality and profit project.
Είχα, όμως, τρανταχτά επιχειρήματα. Θυμάμαι τι είχαμε πληρώσει και του είπα:
«Οι επενδυτές και οι εταιρείες, μπορεί. Οι εργαζόμενοι όμως; Σε αυτή την ταβέρνα που βλέπεις, φάγαμε με δέκα ευρώ το άτομο, ήπιαμε τις μπύρες μας και μας κεράσανε και το καρπούζι. Άλλωστε, πήγαμε το μεσημεράκι, μόλις σχολάσαμε.»


«Ναι, ναι. Βλέπω, το διασκεδάσατε» συνέχισε να με ειρωνεύεται. «Α. Βέβαια! Δυο ώρες στη θάλασσα, μια ώρα να πάτε και να έρθετε, κάνα δύο ώρες μετά καλαμπούρια και συζήτηση, πέντε χαμένες ώρες. Αυτές δεν έχουν κόστος; Μη μου πεις ότι είχατε όρεξη, μετά, να επιστρέψετε στη δουλειά σας;»
Τι να του απαντήσεις του μ@λάκα; Το έριξα στον χαβαλέ.
-Αστειεύεσαι, ρε; Μετά, οι παντρεμένοι στήσαμε τάβλι. Μόλις χωνέψαμε, το ρίξαμε στις ρακέτες. Όταν σουρούπωσε, άλλοι, οι πιο ρομαντικοί, πήγανε και βαρκάδα. Ένα ζευγαράκι πήγε μάλιστα και πίσω από τους θάμνους και αρχίσανε να το κάνουμε.
Ούτε που καταλάβαινε, ότι δεν μπορούσε να με πείσει. Και χτύπησε τα ρέστα του.
«Σοβαρά ε! Μη μου το λες. Πολύ συγκινήθηκα, ρε Αλέξη, με αυτές τις μελούρες σου. Πόσο πίσω όμως είσαστε; Γιατί να ξοδεύετε τα καλοκαίρια σας άσκοπα;
Δεν λέω ! Αν είσαστε σε διακοπές, θα το καταλάβαινα. Αλλά τώρα; Να φεύγετε από το γραφείο και να χαραμίζετε τα απογεύματα σας;


Κρίμα. Δεν είναι κρίμα; Πέντε με έξι ώρες πρόσθετης απασχόλησης θα κερδίζανε οι εργαζόμενοι.
Αφού και θα χαλαρώνανε σε αυτό το κέντρο για μία ώρα και με τον συνδεδεμένο υπολογιστή τους θα είχανε άμεση επαφή με το γραφείο τους.
Χαμένες εργατοώρες Αλέξη! Μια ώρα σε αυτό το κέντρο δουλειάς και ψυχαγωγίας ισοδυναμεί οικονομικά με πέντε ώρες στη παραλία. Χαμένη παραγωγικότητα, χαμένα κέρδη.
Εμείς, στην Ευρώπη και στην Αμερική, ακόμη και στις διακοπές είμαστε on line με την εταιρεία μας.
Γιατί νομίζεις φτιάχνουμε all inclusive εταιρικά πακέτα; Για να είμαστε μαζί όλοι οι συνάδελφοι. Να τρώμε και να πίνουμε μαζί. Και να έχουμε την ευκαιρία να συζητάμε και για τις business μας.
Δεν θέλουμε στις διακοπές μας ή στον ελεύθερο χρόνο μας να χάσουμε την εταιρική μας ταυτότητα.
Ενώ εσείς! Τους κολλητούς, τις γκομενίτσες και στα @ρχίδια σας η εταιρεία.
Τι κάθομαι μώρέ και σας τα λέω; Και σας τα αναλύω. Δεν θα ξυπνήσετε ποτέ εσείς. Δεν πρόκειται να βάλετε μυαλό.


Βάζω στοίχημα ότι μετά από τέτοιο ξεθέωμα στην παραλία, κάτω από τον ήλιο και με τόσες μπύρες που θα ήπιατε, κάποιοι σαν εσένα, σίγουρα θα πήγανε για ύπνο.»
«Εννοείται, Τάσο», του απάντησα σε όλο αυτό τον λόγο που μου έβγαλε.
Εκεί αυτός! Ήθελε να με πικάρει.
-Και δεν μου λες, Αλέξη, μήπως έβλεπες στο όνειρο σου τι χρωστάτε στους Ευρωπαίους;
Γέλασα με την ατάκα του και χτυπώντας τον φιλικά στην πλάτη του είπα.
«Όχι ρε! Έβλεπα ότι είχαμε ψηφίσει να φύγουμε από την Ευρώπη και να μην δίνουμε λογαριασμό σε κανένα @ρχίδι. Αλλά ήταν, δυστυχώς, όνειρο.»


Γ.Κ.


(Αγαπητέ φίλε, ο μ@λάκας που επιμένει να αλλάξει τη ζωή των άλλων είναι αυτός που δεν έχει ζωή. Διασταυρωμένο και επιβεβαιωμένο. Μεγάλη πληγή οι πρώην συμμαθητές. Εγώ, πάντως, βαριόμουν φρικτά στο Γυμνάσιο. Αποσυνάγωγος. Κάποιοι δεν ξεπερνούν ποτέ τα μαθητικά χρόνια. Άντε και τον στρατό. Βλέπω τις προάλλες τυχαία στον δρόμο έναν συμμαθητή μου, με τον οποίο δεν έκανα ποτέ παρέα και είχα να τον συναντήσω από το σχολείο. Δηλαδή, δεν τον είδα εγώ· αυτός με είδε γιατί εγώ θα ήταν αδύνατον να τον αναγνωρίσω όπως έχει γίνει. Εκτός από την σωματική διάλυση, είχε και μια ξινίλα στη φάτσα. Τελικά, μάλλον είναι αλήθεια αυτό που λένε πως, μετά από κάποια ηλικία, ο καθένας μας έχει την φάτσα που του αξίζει. Αυτός είχε μάθει πως εγώ είμαι ο πιτσιρίκος και με αντιμετώπιζε σαν να ήμουν τουλάχιστον ο Μπόμπολας. Επίσης, στο μυαλό του ήμουν πάρα πολύ πλούσιος αν και είναι βέβαιο πως αυτός -σε αντίθεση με εμένα- έχει περιουσία και ιδιοκτησία. Ήμασταν εκεί στη μέση του δρόμου και μου μιλούσε για τις δουλειές του. Εγώ δεν είχα τίποτα να πω -σιχαίνομαι τις δουλειές και τις θεωρώ ντροπή και αίσχος-, οπότε τον άκουγα από ευγένεια. Όταν σταμάτησε να μιλάει, του είπα «Εμένα το μόνο που μου αρέσει είναι να λιάζω τ’ @ρχίδια μου στον ήλιο». Να είστε καλά.)


Πηγή: pitsirikos

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου